Μετά τη συμφωνία του Eurogroup η Ελλάδα θα ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές και αν ναι με ποιο επιτόκιο; Πώς θα υποδεχτούν οι επενδυτές το «κενό ενημέρωσης» όσον αφορά στη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032; Θα αντέξει η οικονομία (και η κοινωνία) στην πίεση επί… δεκαετίες για την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων; Και τελικώς από πού θα προκύψουν τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης;
Όσο περνούν οι ώρες μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας του Λουξεμβούργου, τόσο πληθαίνουν τα ερωτήματα και τόσο έρχονται στην επιφάνεια οι «γκρίζες ζώνες». Μπορεί η Ελλάδα να εξασφάλισε μεγαλύτερη επιμήκυνση από αυτή που ήθελαν να δώσουν οι Γερμανοί, ωστόσο, η συνολική εικόνα για την επόμενη ημέρα δημιουργεί έντονο προβληματισμό.
1. Οι δεσμεύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα που ανέλαβε η ελληνική πλευρά είναι πολύ μεγάλες και διαρκούν για δεκαετίες. Εκτός από το 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, θα πρέπει να επιτυγχάνονται πλεονάσματα 2,2% μέχρι και το 2060. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης σε μια περίοδο κατά την οποία είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν και νέοι υφεσιακοί κύκλοι.
2. Το ποσό της εκταμίευσης της δόσης (15 δις. ευρώ) φαντάζει μεγάλο και το ποσό του μαξιλαριού ασφαλείας (24,4 δις. ευρώ) ακόμη μεγαλύτερο. Ωστόσο, η περίοδος που καλύπτεται με αυτό το ποσό είναι συγκεκριμένη και δεν ξεπερνά το πρώτο εξάμηνο του 2020. Στην πράξη θα κριθεί το πώς θα αντιμετωπίσουν οι αγορές αυτή την κατάσταση. Θα «επιβραβεύσουν» την Ελλάδα μειώνοντας τα spread των ομολόγων και ανοίγοντας την πόρτα για τις αγορές ή θα υπάρξουν νέες πιέσεις; Είναι μια πιθανότητα ότι με του που θα χρειαστεί ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να… αγγίζει τον κοιυμπαρά θα αρχίσουν οι πιέσεις. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο, η κυβέρνηση θα πρέπει να εκπληρώνει πιστά όλες τις δεσμεύσεις με πρωταρχικό στόχο την αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων ώστε αυτά να χαρακτηριστούν και πάλι ως κατάλληλα για επένδυση (σ.σ χρειάζονται αναβαθμίσεις κατά τουλάχιστον έξι βαθμίδες).
3. Όλες οι επίσημες δηλώσεις αναφέρονται σε βιωσιμότητα του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση και πρακτικά «δείχνουν» έως το 2032. Μπορεί να φαίνεται μακρινό αλλά δεν είναι όταν μιλάμε για διαχείριση δημόσιου χρέους. Ο «γαλλικός μηχανισμός» απουσιάζει από τη συμφωνία παρά το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις επί του θέματος σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο, κράτησαν για περισσότερο από 10 μήνες. Πρακτικά, ο μηχανισμός έφυγε και στη θέση του μπήκε μια πολιτική δέσμευση ότι το θέμα του ελληνικού χρέους θα εξεταστεί και πάλι εφόσον χρειαστεί.
4. Η κυβέρνηση είχε βρει ένα «καταφύγιο» στα υπερπλεονάσματα εκτιμώντας ότι με την επίτευξή τους, θα μπορεί να μοιράσει χρήμα στην αγορά κυρίως μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών επιδομάτων. Από τα τελικά κείμενα προκύπτει αφενός ότι για την αξιοποίηση των υπερπλεονασμάτων θα έχουν λόγο οι δανειστές, αφετέρου αμφισβητούνται οι εντυπωσιακές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου βάσει των οποίων τα πλεονάσματα ανεβαίνουν έως το 5,2% μέχρι το 2022. Η διαφορά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς φτάνει να ξεπερνά ακόμη και τη μια ποσοστιαία μονάδα.