Η διαρκώς αυξανόμενη τάση διεξαγωγής μεταπτυχιακών σπουδών είναι, σε γενική προσέγγιση, απόρροια των μορφωτικών απαιτήσεων των σύγχρονων κοινωνιών. Στη χώρα μας αυτή η τάση έχει πάρει χαρακτηριστικά ρεύματος στους κόλπους της σπουδάζουσας νεολαίας – στοιχείο απολύτως θετικό – και φυσικά συνδέεται με τη μεγάλης έκτασης παρατηρούμενη ανεργία στους πτυχιούχους, δοθέντος ότι η πρόσθεση μορφωτικών προσόντων συνεργεί σημαντικά στην επαγγελματική μας προοπτική.
Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα είναι αυταξία και μας ανοίγει νέους ορίζοντες στις μορφωτικές μας ανησυχίες και αναζητήσεις.
Υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία στην επιλογή του ερευνητικού μας θέματος:
1) Η διασφάλιση της πρωτοτυπίας. Υπάρχει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης όπου καταγράφονται οι τίτλοι των ερευνητικών εργασιών. Με την κατάλληλη καθοδήγηση θα βρούμε και άλλους τρόπους, ώστε να κινηθούμε με σχεδόν ασφαλή τρόπο.
2) Η κοινωνική σημασία και η χρησιμότητα του ερευνητικού αποτελέσματος. Θα πρέπει να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η εργασία που θα κάνουμε έχει νόημα και αξία. Εδώ σαφώς απαιτείται η συμβουλή έμπειρων καθοδηγητών.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά των μεταπτυχιακών σπουδών;
α) Η επιλογή του αντικειμένου των σπουδών θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα προσεκτικής αξιολόγησης και μελέτης. Το αντικείμενο αυτό είναι ουσιαστικά το μοναδικό που θα έχουμε μελετήσει με τη μέγιστη προσωπική επιστημονική προσέγγιση και θα είναι επίσης το μοναδικό που θα γνωρίζουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο.
β) Η επιλογή αυτονόητα θα πρέπει να συνδεθεί με την επαγγελματική μας προοπτική, να υπάρχει σαφής στόχος. Αυτό γίνεται σε μια ηλικιακή φάση ωριμότητας και κατασταλάγματος. Δεν κάνουμε μεταπτυχιακές σπουδές «έτσι γενικά και αόριστα», για να έχουμε έναν τίτλο παραπάνω.
γ) Μια καλή επιλογή έχει επίσης χαρακτηριστικά διεπιστημονικότητας, συνδυασμού διαφορετικών επιστημονικών πεδίων και όχι, κατ’ ανάγκην, περαιτέρω εξειδίκευσης επί των βασικών / πτυχιακών σπουδών. Για παράδειγμα ένας πτυχιούχος του Πολυτεχνείου επιλέγει μεταπτυχιακό σε αντικείμενο συνδυασμού οικονομίας και του βασικού πτυχίου του.
δ) Απαιτείται η καλή γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας και προτιμότερα της αγγλικής γλώσσας. Θεωρείται αδύνατον να τεκμηριώσεις τη βιβλιογραφία με βάση μόνο την αντίστοιχη ελληνόγλωσση βιβλιογραφία.
ε) Προτιμότερο είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές να παίρνουν τη μορφή διδακτορικής διατριβής, γιατί έτσι αποκτιέται το maximum αυτής της μορφής των σπουδών και φυσικά είναι το σημαντικότερο εφόδιο για την επιστημονική και επαγγελματική εξέλιξη.
στ) Υπάρχει μεγάλο έδαφος υποτροφιών που προσφέρονται από ξένα ή ελληνικά πανεπιστήμια, από επιστημονικά ιδρύματα, από διεθνείς οργανισμούς, μορφωτικά τμήματα ξένων πρεσβειών κλπ. Επομένως ο ερευνητής είναι σε διαρκή διέγερση εξεύρεσης υποτροφίας (μέσω internet κλπ) και οικονομικής ενίσχυσης, στοιχείο που είναι συχνά αποφασιστικής σημασίας.
ζ) Αν και είναι αυτονόητο, είναι άκρως αναγκαία η καλή γνώση και χρήση των νέων τεχνολογιών, σχεδόν σε όλες τις εκφράσεις τους.
η) Διαρκές ζητούμενο από τον μελετητή πρέπει να είναι η αυστηρή και απαιτητική εποπτεία από την αρμόδια επιτροπή και το συντονιστή. Μια χαλαρότητα εκ μέρους τους μπορεί να φαίνεται ότι μας βολεύει, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο έργο μας.
θ) Το θεωρητικό μέρος δεν θα πρέπει να γίνει βάρος για το κύριο τμήμα της έρευνας. Είτε γιατί η σχετική βιβλιογραφική αναζήτηση είναι συγκριτικά πιο εύκολη από την ουσία της έρευνας είτε γιατί μπορεί να επιδιώκουμε και σ’ αυτό τον τομέα το «άριστο» παρατηρείται πάντα μια επέκταση του χρόνου εργασίας γι’ αυτό το μέρος που αφαιρείται αναπόφευκτα από το βασικό ερευνητικό κομμάτι. Υπάρχει μια άποψη που λέει ότι τα θεωρητικά ερείσματα είναι σαφώς απαραίτητα αλλά ποτέ δεν εξαντλούνται, δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μας εξαντλούν και ως εκ τούτου οφείλουμε να ορίζουμε ένα “deadline” στη μεταξύ μας σχέση.
ι) Η επιλογή της βιβλιογραφίας είναι μια αρκετά δύσκολη εργασία, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος της λεγόμενης «γκρίζας βιβλιογραφίας». Η αξιολόγηση της έγκυρης βιβλιογραφίας απαιτεί μια σχετική εμπειρία. Η δυσκολία είναι ακόμα μεγαλύτερη στην περιοχή της διαδικτυακής βιβλιογραφίας. Ωστόσο υπάρχουν κάποια πρώτα ασφαλή κριτήρια: η επιστημοσύνη και ο επίσημος ή θεσμικός τίτλος του συγγραφέα, το επιστημονικό κύρος του ιδρύματος, η διεξαγωγή ανάλογης έρευνας για το συγκεκριμένο θέμα κλπ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην έρευνα των κοινωνικών επιστημών συναντάμε αρκετές φορές αντικρουόμενα συμπεράσματα για το ίδιο ερευνητικό αντικείμενο, στοιχείο που δίνει τη δυνατότητα υποκειμενικής ή ιδεολογικής επιλογής. Αλλά αυτό αφορά γενικότερα τον κόσμο της έρευνας.
ια) Η χειραγώγηση και η ορθολογική διαχείρισή του ερευνώμενου υλικού θεωρείται αναγκαία καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας. Δε συσσωρεύουμε το υλικό στη λογική: «αργότερα βλέπουμε…»
ιβ) Η επιλεχθείσα μεθοδολογία της έρευνας θα πρέπει να έχει την απόλυτη στήριξη της εποπτικής ομάδας, για να μη βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
ιγ) Καθημερινά οφείλουμε να υλοποιούμε το σχεδιασμένο έργο μας. Δεν αφήνουμε καμιά ημέρα χαμένη. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, διαπιστώνεται ότι ο χρόνος στην έρευνα τρέχει γρηγορότερα από ό,τι στην καθημερινή ζωή.
Πρόσθετα θα πρέπει να σημειωθούν.
1) Η δυνατότητα να εισέλθεις σε ένα τέτοιο πρόγραμμα έχει εξορθολογιστεί και δεν κρίνεται πλέον με βάση τις γνωριμίες, αλλά γίνεται με κάποιο αντικειμενικό σύστημα π.χ. με εξετάσεις.
2) Αυξάνει ο αριθμός των πανεπιστημιακών τμημάτων και των σχετικών προγραμμάτων τους που απαιτούν δίδακτρα και αυτό συνιστά πρόσθετο πρόβλημα στις δύσκολες μέρες μας.
3) Για τους φοιτητές και σπουδαστές είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από το προπτυχιακό στάδιο οφείλουν να διερευνούν τους τομείς που ενδεχομένως θα τους απασχολήσουν στην επόμενη φάση και να αναζητούν λύσεις υποτροφιών που είναι μια σημαντική βοήθεια για την επίτευξη του ερευνητικού στόχου. Επίσης είναι σημαντικό να συγκεντρώνουν βιβλιογραφικό υλικό για την ενδεχόμενη εργασία τους (ή εργασίες τους) πριν ακόμα ξεκινήσουν, γιατί έτσι κερδίζουν χρόνο.
Θεωρώ μέγα σφάλμα την επιζήτηση υπερβολικής ξένης βοήθειας που υποκαθιστά την προσωπική ευθύνη για την υλοποίηση της ερευνητικής εργασίας. Η παρακμιακή πρακτική της σχεδόν εξ ολοκλήρου ή έστω μερικής μετάθεσης της ερευνητικής εργασίας σε ομάδες και εταιρείες που έχουν αναπτυχθεί «επί τούτου» είναι απαράδεκτη. Και επειδή συχνά δεν βλέπουμε την «επόμενη ημέρα», θα πρέπει να πω ότι η ουσία, το βάθος και η επιστημοσύνη της διατριβής μας θα μας ακολουθούν σε όλη μας την επαγγελματική πορεία.
Επομένως, είναι απείρως προτιμότερο να κοπιάσει κανείς περισσότερο με τις δικές του δυνάμεις για την υλοποίηση της ερευνητικής εργασίας παρά να καταφύγει σε έτοιμες λύσεις. Για παράδειγμα, θα μπορεί κάποιος να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα με ένα ευάλωτο διδακτορικό ή που δε θα έχει κατακτήσει την επίγνωση κάποιων μεθοδολογιών έρευνας; Άλλωστε πάντα διαρρέει η μέθοδος της αντιγραφής, γιατί είναι στοιχείο που διαφαίνεται δια γυμνού οφθαλμού στην παρουσίαση της διατριβής!
Η ερευνητική εργασία αποτελεί, τολμώ να πω, τομή στη ζωή μας και όχι μόνο στην επαγγελματική μας καριέρα. Γινόμαστε πιο ώριμοι και πιο ταπεινοί. Μετασχηματίζεται η κουλτούρα μας. Γιατί αλλάζει η σχέση μας με τη γνώση – είμαστε, έστω για «μια στιγμή» παραγωγοί γνώσης και όχι μόνο «καταναλωτές» -, γιατί βιώνουμε τη δημιουργικότητα της επιστημονικής γνώσης, γιατί απελευθερώνουμε δημιουργικές δυνάμεις μας που δεν τις ξέραμε και οι οποίες ανάβουν τη μικρή φλόγα για έναν διαρκή φωτεινό ερευνητικό οίστρο.
Μην ξεχνάμε και τη σπουδαιότητα της έρευνας μέσα από το μυθολογικό μας σύμπαν και τους συμβολισμούς του. Από το μυαλό του Δία ξεπετάχτηκε η Αθηνά ως θεά της σοφίας όχι με την έννοια της συσσωρευμένης γνώσης και του θεωρητικού στοχασμού γενικά αλλά με την έννοια της επινόησης!