Παρεμβάσεις στον ΦΠΑ, μοντέλο περιορισμένων συλλογικών συμβάσεων και αλλαγές στον βασικό και υπό-βασικό μισθό συστήνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στη νεότερη έκθεσή του για την Ελλάδα.
Στο μέτωπο των φόρων, ο ΟΟΣΑ τάσσεται υπέρ την κατάργησης εξαιρέσεων από τον ΦΠΑ αλλά και από άλλους φόρους, όπως οι φόροι στα καύσιμα, εκτιμώντας πως τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα κατά 0,8% του ΑΕΠ έως το 2020 και κατά 1,9% έως το 2030.
Ο Οργανισμός επισημαίνει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μικρή φορολογική βάση – η οποία θα πρέπει να διευρυνθεί καθώς υπερφορολογείται – και το μέγεθος της παραοικονομίας. Τονίζει ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και συνεπώς «σπρώχνει» πολίτες και επιχειρήσεις προς τις αδήλωτες συναλλαγές.
Στα εργασιακά, ο ΟΟΣΑ συναινεί με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ανά κλάδο και με δικαιοδοσία πάνω σε ένα «ευρύ φάσμα συνθηκών εργασίας».
Διευκρινίζει όμως ότι οι νέες συλλογικές συμβάσεις δεν πρέπει να επεκτείνονται αυτόματα σε όλες τις επιχειρήσεις του εκάστοτε κλάδου, ενώ θα πρέπει να είναι αρκετά «ευέλικτες» ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε εταιρεία.
Σε επίπεδο μισθών, ο ΟΟΣΑ προτείνει ο μειωμένος βασικός μισθός που σήμερα δίνεται σε νέους κάτω των 25 ετών να συνδεθεί εφεξής με την προϋπηρεσία παρά με την ηλικία. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως ακόμα και πρεσβύτεροι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας θα μπορούν να κατρακυλήσουν στο κλιμάκιο των 510,95 ευρώ.
Στην έκθεση προτείνεται επίσης η μόνιμη κατάργηση των ωριμάνσεων και των όποιων επιδομάτων λάμβαναν όσοι αμείβονται με τον βασικό μισθό – οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν ανασταλεί έως ότου η ανεργία πέσει κάτω από το 10%. Ο Οργανισμός επισημαίνει πως τα διάφορα επιδόματα δημιουργούν πολλά «φουσκωμένα» κλιμάκια κατώτατου μισθού, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα.
Όσον αφορά την μετα-Μνημόνιο εποχή, ο ΟΟΣΑ αποφεύγει να ταχθεί υπέρ της αύξησης του βασικού μισθού την οποία επιθυμεί η κυβέρνηση, προτρέποντας την Αθήνα να συστήσει επιτροπή κοινωνικών εταίρων και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι θα εξετάσουν ανοιχτά τυχόν προσαρμογές.
Η έκθεση προτείνει επίσης ενοποίηση των διάφορων προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης και επιδομάτων, καλύτερη στόχευσή τους, ενίσχυση των πολιτικών για κατάρτιση των νέων και των ανέργων αλλά και παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου παρά τα πολλά χρόνια μάθησης διαπιστώνεται χάσμα ανάμεσα στα προσόντα των εργαζόμενων και στις ανάγκες των εργοδοτών.
Μεγάλα έργα
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης συστάσεις για μακρόπνοα έργα, όπως το εθνικό κτηματολόγιο, η αναμόρφωση του Δημοσίου και η επιτάχυνση στην απονομή Δικαιοσύνης, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει πως τα εν λόγω κενά δυσχεραίνουν τόσο την αποκρατικοποίηση δημόσιας γης όσο και το επενδυτικό περιβάλλον.
Ο Οργανισμός αναφέρει πως η ολοκλήρωση του κτηματολογίου θα πρέπει να γίνει «εθνική προτεραιότητα», σημειώνοντας πως εάν υπήρχε πλήρης βάση δεδομένων για την ακίνητη περιουσία του κράτους δεν θα υπήρχαν καθυστερήσεις σε έργα και αγοραπωλησίες όπως συμβαίνει στο Ελληνικό.
Ο ΟΟΣΑ συστήνει επίσης ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι σε όλες τις χώρες το μέγεθος των πόρων που διατίθενται για την ψηφιοποίηση συνδέεται άρρηκτα με τη διάρκεια των δικών. Η Ελλάδα κατατάσσεται παραδοσιακά στις τελευταίες θέσεις της ετήσιας έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματικότητα σε ό,τι αφορά την ταχύτητα επίλυσης δικαστικών διαφορών.
Αλλαγές σε κράτος και συντάξεις ενισχύουν την οικονομία
Οι μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο και στην Δικαιοσύνη εκτιμάται άλλωστε πως είναι η μεγαλύτερη δυνητική πηγή αύξησης του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου, με τον ΟΟΣΑ να υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να ενισχυθεί κατά τουλάχιστον 14,7 βαθμούς έως το 2060 εάν η Αθήνα πετύχει βασικά αποτελέσματα μέσα στην επόμενη επταετία.
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας τόνωσης του ΑΕΠ είναι η εφαρμογή των νομοθετημένων αλλαγών στα όρια συνταξιοδότησης, με τον ΟΟΣΑ να εκτιμά πως δρομολογημένη αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης κατά τρία χρόνια έως το 2030 θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,5 μονάδες έως το 2060.
Η μεγέθυνση της οικονομίας θα φτάσει στις 10,4 μονάδες εάν το όριο αυξηθεί κατά τέσσερα χρόνια.
Ο νόμος Κατρούγκαλου ορίζει ως γενικό όριο συνταξιοδότησης τα 67, δηλαδή δύο χρόνια παραπάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Πλήρη σύνταξη μπορεί να λάβει κανείς στα 62, εφόσον όμως έχει συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης.