Αντιμέτωπη με μια σοβαρή οπισθοδρόμηση που θα τινάξει στον αέρα τις θυσίες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται η κυβέρνηση. Οικονομικοί αναλυτές, αλλά και παράγοντες που βρίσκονται κοντά στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές επισημαίνουν τον κίνδυνο να οδηγηθεί η Ελλάδα σε ένα νέο πρόγραμμα στήριξης, σε ένα νέο Μνημόνιο δηλαδή, τους επόμενους μήνες, εξαιτίας μιας βιαστικής και χωρίς δικλείδες ασφαλείας, εξόδου στις αγορές μετά τον Αύγουστο.
Όπως όλα δείχνουν η κυβέρνηση έλαβε τα μηνύματα από το Eurogroup και φαίνεται να «κλειδώνει» ένας μηχανισμός για την μεταμνημονιακή εποχή. Ενας μηχανισμός ο οποίος θα βασίζεται στη λογική της «αιρεσιμότητας».
Δηλαδή οι δανειστές, με «μπροστάρη» το Eurogroup θα μπορούν να διακόπτουν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους –που θα αποφασιστούν μέχρι τα τέλη Ιουνίου- κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα δεν υλοποιεί τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι συνδέεται η υπόθεση του χρέους με την πορεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος η οποία θα αξιολογείται συστηματικά, περισσότερες φορές απ’ ότι σήμερα.
Η Ελλάδα θα είναι η πρώτη «μνημονιακή» χώρα που ολοκληρώνεται το πρόγραμμα αλλά θα συνεχίσει να βρίσκεται σε πολύ αυστηρή και μακροχρόνια εποπτεία.
Η κυβέρνηση επιλέγει να αρνηθεί την προληπτική γραμμή που θα οδηγούσε με ασφάλεια στις αγορές. Είναι μια πολιτική επιλογή η οποία συνδέεται ασφαλώς και με το γεγονός ότι μπαίνουμε σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και ο πρωθυπουργός πρέπει να «πουλήσει» το τέλος των μνημονίων και της κρίσης στην Ελλάδα.
Χωρίς προληπτική γραμμή, ωστόσο, είναι αναπόφευκτος ο μηχανισμός αναβολής των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους όταν η εκάστοτε κυβέρνησης δεν τηρεί στο ακέραιο τις δεσμεύσεις της. Κι αυτό θα γίνεται αυτόματα, χωρίς δηλαδή διαπραγμάτευση ή παράταση για να γίνουν οι διορθώσεις.
Το πιο επικίνδυνο σημείο στον μηχανισμό που επιλέγεται είναι η αντίδραση των αγορών στο παραπάνω ενδεχόμενο. «Πάγωμα» της αναδιάρθρωσης χρέους θα σημαίνει και «κλείσιμο» των αγορών, επομένως η χώρα θα μένει χωρίς χρηματοδότηση, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε άλλους τρόπους δανεισμού, ήτοι σε νέο πρόγραμμα.
Η παραπάνω επιλογή ενέχει ακόμη κι άλλους κινδύνους, όπως αναφέρουν αναλυτές. Το πρώτο είναι ότι μετά τις 20 Αυγούστου και χωρίς ομπρέλα ασφαλείας, τα ελληνικά ομόλογα θα χάσουν την τελευταία ευκαιρία συμπερίληψης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το δεύτερο είναι ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν θα προχωρήσουν σε εντυπωσιακές αναβαθμίσεις της οικονομίας, επομένως η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ θα είναι πολύ ακριβή.
Κι όλα αυτά στο περιθώριο της πλήρους διάστασης απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας. Όμως, φαίνεται να επικρατεί η σκληρή γραμμή Σόιμπλε που δεν έχει αλλάξει ούτε με υπουργό τον Ο. Σολτς, η οποία προβλέπει μικρότερη ελάφρυνση χρέους κι όχι γενναίες αποφάσεις σαν κι αυτές που ζητά το Ταμείο.
Χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης, με την Ελλάδα να αναγκάζεται να δανειστεί με υψηλά επιτόκια, με την «αιρεσιμότητα» να προκαλεί τεράστια αβεβαιότητα και χωρίς μεγάλη ελάφρυνση στο χρέος, εκφράζονται φόβοι ότι αργά ή γρήγορα οι αγορές θα τιμωρήσουν την οικονομία. Ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς και να επιστρέψει την Ελλάδα σε ρυθμούς μνημονίου και σε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες.
Χθες ο υφυπουργός παρά το πρωθυπουργώ, Δημ. Λιάκος είπε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει «μια βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση για το χρέος που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δυναμική της οικονομίας μας», και πρόσθεσε: «Θα διατηρήσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία που κατακτήσαμε με τόσους κόπους και θα συνεχίσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές για τον τόπο» και εξηγεί ότι στο πλαίσιο αυτό «αν οι ρυθμοί μεγέθυνσης δεν είναι οι επιθυμητοί, θα πρέπει να ενεργοποιείται μια ρήτρα χρέους-ανάπτυξης για να διορθώνει τη μεταξύ τους ισορροπία».
Οι σημερινές συναντήσεις του Αλ. Τσίπρα και του Ευκλ. Τσακαλώτου με τον Α. Γκουρία θα αποτελέσουν μια καλή ευκαιρία για να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της η κυβέρνηση σχετικά με την αυστηρή εποπτεία και τον μηχανισμό που συνδέει χρέος με μεταρρυθμίσεις.