Ο ΟΟΣΑ εμμένει στους βασικούς άξονες που προκρίνει για τα κράτη-μέλη του, δηλαδή την ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και την καλύτερη δυνατή διαχείριση του προσωπικού . Στη δημοσιότητα δόθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης η πολυαναμενόμενη έκθεση του ΟΟΣΑ για την Παιδεία, η οποία είναι το τελικό κείμενο συστάσεων για βέλτιστες πρακτικές στην εκπαίδευση.
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης είχε προγραμματισθεί για τα τέλη του 2017, ωστόσο η καθυστέρηση αποδίδεται και στην έλλειψη στατιστικών δεδομένων, με αποτέλεσμα να επισημαίνεται η ανάγκη συνεχούς επικαιροποίησής τους. Από την άλλη, εδώ και αρκετούς μήνες έχουν υπάρξει μαραθώνιες διαπραγματεύσεις αλλά και πολλά σημεία σύγκρουσης μεταξύ των αντιπροσώπων του Οργανισμού με τον υπουργό Κώστα Γαβρόγλου, ενώ κάποιες παρατηρήσεις του ΟΟΣΑ δεν φαίνεται να συμπλέουν με τις θέσεις του υπουργείου Παιδείας.
Στην κορυφή η αξιολόγηση
Ο ΟΟΣΑ προκρίνει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και τη συσχέτιση των αποτελεσμάτων της με τη χρηματοδότησή τους, μεγαλύτερη αυτονομία των σχολείων με ισχυρά σχολικά συμβούλια και αλλαγές στο εβδομαδιαίο ωράριο των εκπαιδευτικών. Προτείνεται ειδικότερα μεγαλύτερη σχολική αυτονομία και ισχυρά σχολικά συμβούλια με κρίσιμες αρμοδιότητες και για τη διαχείριση των οικονομικών του σχολείου. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου θεωρείται ότι θα ενισχύσει την αυτοαξιολόγηση, την αξιολόγηση και τη λογοδοσία στην εκπαίδευση. Σχετικά με το ωράριο γίνεται λόγος για «σχετικά λίγο χρόνο -εβδομαδιαίως- των Ελλήνων εκπαιδευτικών στις τάξεις». Βέβαια πρόσφατα υπήρξε νομοθεσία που ορίζει υποχρεωτική 30ωρη παρουσία του εκπαιδευτικού στο σχολείο ανά βδομάδα, η οποία όμως δεν αφορά μόνο τις διδακτικές ώρες.
Προτάσεις για τη χρηματοδότηση
Στην έκθεση περιλαμβάνονται και προτάσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση των σχολείων, η οποία, σύμφωνα με τον Οργανισμό, θα συνδέεται με την αυτοαξιολόγηση σχολείων και θα εστιάζει στα «αδύναμα» σχολεία, ώστε να ενισχυθούν. Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ προκρίνει η κατανομή των προϋπολογισμών να περάσει σε περιφερειακό επίπεδο λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή του προσωπικού στα σχολεία και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε σχολικής μονάδας, όπως αυτές θα προκύπτουν από την αξιολόγηση, ώστε να διασφαλίζεται η εξομάλυνση των ανισοτήτων μεταξύ των μαθητών, γεγονός που οδηγεί στην ενίσχυση σχολείων με μέτριες βαθμολογίες και κατανομή των δαπανών ανά μαθητή, με «κουπόνια» που θα αποδίδονται στη σχολική μονάδα.
Πού διαφωνούν και πού συμφωνούν ΟΟΣΑ-υπ. Παιδείας
Σε δύο βασικά σημεία εκπαιδευτικής πολιτικής συμφωνούν και σε άλλα δύο διαφωνούν οι εκπρόσωποι του Οργανισμού με το υπουργείο Παιδείας, όπως προέκυψε από τη μαραθώνια συνάντηση των δύο πλευρών, το μεσημέρι της Πέμπτης, στο περιθώριο της παράδοσης της έκθεσης.
Ο ΟΟΣΑ θεωρεί επιβεβλημένες τις προσλήψεις μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού στα σχολεία και στην αλλαγή του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ωστόσο ζητούν μετ’ επιτάσεως αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και αυτονομία των σχολικών μονάδων, με τους διευθυντές να μην είναι μόνο δάσκαλοι, αλλά να διαθέτουν ικανότητες διοίκησης και αναζήτησης επενδύσεων.
Τι περιλαμβάνει η Έκθεση
Στην νέα «εργαλειοθήκη» του για την εκπαίδευση που παρέδωσε την Πέμπτη στο υπουργείο Παιδείας ο ΟΟΣΑ ξεκαθαρίζει ότι «η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει το εκπαιδευτικό της σύστημα σε μια πηγή συμμετοχικής και βιώσιμης ανάπτυξης».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «χάρη στο καταρτισμένο και δραστήριο εκπαιδευτικό προσωπικό της χώρας, 15χρονοι μαθητές με όρεξη και ισχυρό το αίσθημα του «ανήκειν» στο σχολείο και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα είναι σε καλή θέση για να οικοδομήσει ένα ισχυρό και συμμετοχικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Η έκθεση «Education for a Bright Future in Greece» αναγνωρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να βελτιώσουν την ποιότητα και την ισονομία στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από ένα συνδυασμό καινοτόμων πολιτικών και εις βάθος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μέσα, ωστόσο, σε ένα περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας.
«Έχοντας επηρεαστεί σημαντικά από την οικονομική κρίση, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει πληγεί από μια σειρά περικοπών στις δημόσιες δαπάνες (μείωση που προσεγγίζει το 36% σε ονομαστικούς όρους την τελευταία δεκαετία) και το πάγωμα των προσλήψεων δημόσιων υπαλλήλων που είχε αντίκτυπο στους μισθούς και οδήγησε στην πρόσληψη νέων εκπαιδευτικών με συμβάσεις βραχυπρόθεσμης απασχόλησης. Επηρεάζεται έτσι η ποιότητα των σχολείων και του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του, καθώς αντιμετωπίζει ένα ολοένα πιο ποικιλόμορφο μαθητικό σώμα, με υψηλά επίπεδα παιδικής φτώχειας και ένα μεγαλύτερο μερίδιο μαθητών που είναι παιδιά μεταναστών ή προσφύγων. Τα αποτελέσματα της παγκόσμιας μελέτης PISA του ΟΟΣΑ για την παιδεία δείχνουν ότι η απόδοση των 15χρονων μαθητών στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις επιστήμες παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ» αναφέρει η έκθεση.
Υψηλό το ποσοστό των αναπληρωτών
Σε αυτό το περίπλοκο πλαίσιο, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες διαρθρωτικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός ανησυχητικά υψηλού ποσοστού αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ένα ιδιαίτερα συγκεντρωτικό σχολικό σύστημα, την ανάγκη για καλύτερη υποστήριξη της επαγγελματικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών, τα αποτελέσματα της εκτεταμένης παραπαιδείας, και τις αδυναμίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
«Η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει το εκπαιδευτικό της σύστημα σε κινητήριο μοχλό μιας πιο συμμετοχικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Η τρέχουσα ατζέντα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να τοποθετεί τους μαθητές στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής, να αυξάνει την αυτονομία των σχολείων και να βοηθά τους εκπαιδευτικούς να γίνουν η πηγή της σχολικής βελτίωσης», δήλωσε η κυρία Gabriela Ramos, Διευθυντρια Προσωπικού του ΟΟΣΑ και Επικεφαλής της Μικτής Διευθύνουσας Επιτροπής ΟΟΣΑ-Ελλάδας, κατά την παρουσίαση της έκθεσης. «Είναι απαραίτητο να αναθέσουμε ισχυρότερους ρόλους στους διευθυντές των σχολείων, να παρέχουμε μεγαλύτερη εργασιακή σταθερότητα και καινοτόμα εργαλεία επαγγελματικής εξέλιξης, να σχεδιάσουμε έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογήσεις των μαθητών και βελτιωμένες αυτό-αξιολογήσεις του σχολείου, να αναπτύξουμε μια δέσμη στρατηγικών αρχών για την χάραξη πολιτικής σχετικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευσης και να ενισχύσουμε την ποιότητα των μαθημάτων στο σχολείο ώστε να καταπολεμήσουμε την παραπαιδεία».
Συμφωνία διακυβέρνησης – χρηματοδότησης
Όπως τονίζεται στην έκθεση ο εξορθολογισμός και η βελτίωση της διακυβέρνησης και της χρηματοδότησης του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολείων θα συνέβαλαν επίσης. Προκειμένου να αναπτυχθούν τα σχολεία ως οντότητες, θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία μεταξύ διακυβέρνησης και χρηματοδότησης.
Αυτό απαιτεί την εκπόνηση ενός συνολικού οράματος προσανατολισμένου στο μέλλον της παιδείας στην Ελλάδα, με ξεκάθαρα οικονομικά στοιχεία για τους διαθέσιμους πόρους, καθώς επίσης να δοθεί στα σχολεία μια δική τους ταυτότητα και ίδιες δυνατότητες και να δημιουργηθεί ένα μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό στα σχολεία.
Τα υψηλότερα πρότυπα για την ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση θα συμβάλουν ώστε να αντιμετωπιστούν οι αναντιστοιχίες μεταξύ των προσόντων των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των προσόντων που χρειάζονται οι εργοδότες, καθώς και να μειωθούν τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας των πτυχιούχων.
Στην τοποθέτησή του ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Σήμερα είναι μια μέρα που ολοκληρώνεται μια περίπλοκη και δύσκολη πορεία στη συνεργασία μας με τον ΟΟΣΑ που ουσιαστικά άρχισε τον Ιανουάριο του 2016, όταν μια αντιπροσωπεία στο Παρίσι έθεσε το θέμα της έκθεσης του 2011. Ήταν μια έκθεση με πάρα πολλά πραγματολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά μεθοδολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας. Μας ακούσανε πολύ προσεκτικά και μπήκαμε σε μια διαδικασία επανασχεδιασμού κυρίως όμως ανάπτυξη και συστηματοποίηση της επιχειρηματολογίας γύρω από τα θέματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και βεβαίως των νέων στοιχείων, μιας και η έκθεση του 2011 ήταν βασισμένη σε στοιχεία πριν την κρίση. Αυτές οι συζητήσεις έγιναν ορισμένες φορές με επώδυνο τρόπο με τον ΟΟΣΑ, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι οι συζητήσεις έχουν φέρει αποτέλεσμα. Διότι το θέμα δεν είναι να πούμε πού διαφωνούμε και γιατί διαφωνούμε, όσο είναι να ξέρουμε πώς συζητάμε και πώς καταλήγουμε εκεί που καταλήγουμε.
Γι’ αυτό και πρέπει να τονίσουμε, χωρίς κανένα απολύτως αστερίσκο, ότι η έκθεση που μας παραδίδεται σήμερα είναι εξαιρετικά βελτιωμένη σε σύγκριση με την έκθεση του 2011. Το ‘εξαιρετικά βελτιωμένη’ δεν σημαίνει μόνο εάν αντανακλώνται οι κυβερνητικές επιλογές ή προτεραιότητες, διότι άλλη είναι η δουλειά του ΟΟΣΑ – θα επανέλθω σε αυτό – όσο εάν μεθοδολογικά, πραγματολογικά στην επιλογή των προβλημάτων, στη διατύπωση των προτάσεων, θεωρούμε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο βοηθάει εμάς. Γι’ αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημαντική δουλειά που έχει γίνει στη μελέτη της ερευνητικής ομάδας σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, τη σημαντική βελτίωση αρκετών δεικτών, π.χ. θέματα χρόνου διδασκαλίας, η μείωση της σχολικής διαρροής, η φοίτηση των προσφύγων, η ειδική αγωγή, η θέσπιση του ολοήμερου σχολείου, οι δομές για περισσότερη παιδαγωγική αυτονομία, οι αλλαγές που ήρθαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι διαδικασίες καθιέρωσης της λογικής της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία κλπ, μαζί με τη βελτίωση αυτών των δεικτών υπήρξαν και αυτές οι κατά τη γνώμη μας σημαντικές βελτιώσεις».
Αναφερόμενος στον ρόλο του σχολείου, ο κ. Γαβρόγλου είπε: «Υπάρχουν, νομίζουμε, πάρα πολλές διαφοροποιήσεις και συγκλίσεις σε σχέση με την έκθεση του 2011. Εμείς θα θέλαμε να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο δικό μας σχολείο σε θέματα μόρφωσης, παρά σε θέματα δεξιοτήτων. Καταλαβαίνουμε το επιχείρημα: ένα σχολείο να είναι προσανατολισμένο στην απόκτηση δεξιοτήτων, αλλά η δική μας λογική είναι η μόρφωση έρχεται πρώτη, είναι κυρίαρχη και ακολουθούν τη μόρφωση άλλα πράγματα, όπως είναι οι δεξιότητες και είναι και πολύ σημαντικό. Το δεύτερο. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας και τα όρια αυτής της αυτονομίας. Η έκθεση του ΟΟΣΑ το 2011 με ένα τρόπο πραγματικά πρωτόγνωρο που ακόμη δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε είχε προτάσεις ως προς την αυτονομία που οδηγούσαν έως και την απόλυση και την πρόσληψη των εκπαιδευτικών από πλευράς των διευθυντών. Υπάρχουν κάποιες αναφορές και σε αυτήν, είναι κάτι το οποίο δεν δεχόμαστε και είναι κάτι που δεν δεχόμαστε όχι μόνο για νομικούς λόγους, αλλά για λόγους λειτουργίας των σχολείων, θεωρούμε ότι υπάρχει μια άλλη παράδοση σε αυτό.
Ως προς τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και την ανάγκη για μόνιμους διορισμούς ο Υπουργός σημείωσε: «Δεν μπορεί η υπάρχουσα κατάσταση να συνεχίσει με ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό αναπληρωτών καθηγητών να είναι στα σχολεία μας με συμβάσεις που είναι πραγματικά εξαιρετικά προβληματικές, με ανθρώπους που δίνουν όλο τους το είναι χρόνια για να στηρίξουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που νομίζω σε όλο τον κόσμο δεν υπάρχει άλλο εκπαιδευτικό σύστημα που ποσοστιαία να βασίζεται σε τόσο μεγάλο ποσοστό αναπληρωτών καθηγητών, με ένα πληθυσμό των μονίμων εκπαιδευτικών με πολύ μεγάλο μέσο όρο ηλικίας και τα λοιπά. Η λύση σε αυτό είναι οι μόνιμοι διορισμοί, ένας σημαντικός αριθμός. Έχουμε κάνει μια μελέτη γι’ αυτό, προχωρήσουμε σε ένα σημαντικότατο αριθμό μόνιμων διορισμών».
Αναφερόμενος στις επισημάνσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την παραπαιδεία και το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων ο κ. Γαβρόγλου είπε: «Η έκθεση θεωρεί ότι το θέμα της παραπαιδείας υπονομεύει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Δεν είναι θέμα φροντιστηρίων. Το έχω πει δημόσια, το ξαναλέω. Εδώ λοιπόν θεωρούμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε αυτή τη συζήτηση γιατί είναι μια συζήτηση που γίνεται και σε άλλες χώρες, ότι η παραπαιδεία έχει οδηγήσει στην ακύρωση των εκπαιδευτικών θεσμών. Και βεβαίως μαζί μ’ αυτό έχει ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, ακριβώς στη δική μας λογική ως προς τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων για τα Πανεπιστήμια, όχι μόνο πώς επηρεάζουν μ’ αυτό τον εξαιρετικά αρνητικό τρόπο την καθημερινότητα των νέων ανθρώπων, αλλά ακόμη και για την αποτελεσματικότητα αυτών των εξετάσεων».
Η Ειδική Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ, Γκαμπριέλα Ράμος, στην ομιλία της ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Την τελευταία δεκαετία οι δημόσιες δαπάνες στην εκπαίδευση μειώθηκαν κατά 36% σε ονομαστικές τιμές. Οι περικοπές ουσιαστικά επηρέασαν τους καθηγητές, τους δασκάλους και το διδακτικό προσωπικό, ιδιαίτερα στα ζητήματα προσλήψεων και μισθών. Οι προσλήψεις πάγωσαν στον δημόσιο τομέα τα τελευταία 8 χρόνια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόσληψη νέων καθηγητών μέσω βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, μια κατάσταση η οποία έχει αρνητική επίπτωση στην ποιότητα που παρέχεται στα σχολεία και στο εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι δομικές αλλαγές που η κυβέρνηση προάγει για να ενδυναμώσει και να εκσυγχρονίσει τον εκπαιδευτικό κλάδο είναι πάρα – πάρα πολύ σημαντικές. Ελπίζουμε πάρα πολύ ότι αυτή η έκθεση θα βοηθήσει στο να γίνει καλύτερος σχεδιασμός και υλοποίηση των αλλαγών. Επίσης να μοιραστώ μαζί σας ότι κάποιες από αυτές τις σκέψεις και τις προτάσεις είναι σημαντικές και για μας, αλλά και για εσάς. Να εξετάσουμε τα ζητήματα και να θέσουμε τις προτεραιότητες στο γεγονός ότι η βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι η εκπαίδευση. Τώρα να μιλήσω για το περιεχόμενο της έκθεσης και τα δυνατά σημεία και τις ενδείξεις βελτίωσης.
Υπάρχουν θετικά σημεία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε. Οι 15χρονοι Έλληνες μαθητές έχουν κίνητρα και έχουν μεγάλη αίσθηση του ‘ανήκειν’ στα σχολεία περισσότερο από άλλες χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μαθητικής διαρροής ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Επίσης τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα συνεχίζουν να αναπτύσσονται και να αυξάνονται, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άρα, βασιζόμενη σε αυτά η ελληνική κυβέρνηση έχει προωθήσει μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εστιάζουν στην εκπαιδευτική βελτίωση, στην ποιότητα, στην ισονομία και την ισότητα.
Το πρόσφατο τριετές εκπαιδευτικό σχέδιο έχει υπογραμμίσει σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές και προτάσεις σε ένα εύρος τομέων προτεραιότητας στην περίοδο 2017 – 2019.
Η Ελλάδα χρειάζεται να αναπτύξει την ικανότητα και τη στρατηγική για αξιολόγηση, για λογοδοσία και βελτίωση στα σχολεία. Πρέπει να υπάρξει μια κουλτούρα λογοδοσίας, η χρησιμοποίηση δεδομένων για την υποστήριξη και τη βελτίωση, η οποία θα αντανακλά τις νέες πρωτοβουλίες όπως για παράδειγμα την πρωτοβουλία «My school». Επίσης την εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης στα σχολεία, την αξιολόγηση και την αποτίμηση του σχολείου συνολικά και την εδραίωση μιας αρχής για διασφάλιση ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η αξιολόγηση και οι διαδικασίες θα πρέπει να δημιουργηθούν σε στενή συνεργασία με τους καθηγητές και τα εργατικά Συνδικάτα, ούτως ώστε οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να μην τα βλέπουν ως μία τιμωρητική διαδικασία».
Αναφερόμενη, τέλος, στο πρόβλημα της παραπαιδείας, επισήμανε:
«Η παραπαιδεία στην Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο ως ένα παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά όπως μπορείτε να δείτε εδώ σε αυτό το διάγραμμα οι πιο φτωχοί μαθητές έχουν πάρα πολύ λιγότερες πιθανότητες να έχουν αυτή την έξτρα βοήθεια.
Άρα θα πρέπει να αυξηθεί η ποιότητα προσφοράς των σχολικών μαθημάτων στο σχολείο για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, όπως επίσης να υπάρχει υποστήριξη στους μαθητές που δεν έχουν τόσο υψηλές επιδόσεις με μαθήματα μετά το τέλος του σχολικού ωραρίου».
Περίληψη της Έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα
Η ελληνική κοινωνία αποδίδει υψηλή αξία στην εκπαίδευση. Η σημασία της για την προσωπική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη – και για την αντιμετώπιση προκλήσεων από την τρέχουσα κρίση – έγινε πολλαπλώς κατανοητή.
Η δριμύτατη οικονομική κρίση των τελευταίων 8 ετών επηρέασε σημαντικά τους εκπαιδευτικούς θεσμούς σε όλα τα επίπεδα: συνεχείς πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες στην εκπαίδευση, απουσία του κατάλληλου αριθμού προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού (ειδικά των δασκάλων), χαμηλή χρηματοδότηση των υποδομών, μετανάστευση σημαντικού αριθμού αποφοίτων ΑΕΙ δημιουργώντας ένα αισθητό φαινόμενο «μετανάστευσης εγκεφάλων», αύξηση αφίξεων μεταναστών και προσφύγων με επιτακτικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Σε αυτό το γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον η μέση επίδοση των μαθητών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα του ΟΟΣΑ PISA διαμορφώνεται σε επίπεδα κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2015, σχεδόν ένας στους τρεις Έλληνες μαθητές δεν πέτυχε τη βάση στην PISA στις φυσικές επιστήμες και σημείωσε ανάλογες επιδόσεις στις μαθηματικές δεξιότητες και το γραμματισμό. Άλλοι δείκτες ωστόσο δείχνουν πιο θετικά στοιχεία και αποδεικνύουν την ικανότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να πετυχαίνει σε τομείς όπως η ισότητα, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και να δίνει υψηλά κίνητρα στους φοιτητές.
Η Ελλάδα αναγνώρισε την αναγκαιότητα βελτίωσης της εκπαίδευσης και μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις βασικές εκπαιδευτικές προκλήσεις. Το 2017, ένα τριετές εκπαιδευτικό πλάνο σκιαγράφησε κατευθυντήριες γραμμές και προτάσεις σε μία σειρά από πεδία προτεραιότητας για το διάστημα 2017 – 2019. Δράσεις αναλήφθηκαν σε σειρά από μέτωπα και ξεκίνησαν διαδικασίες διαλόγου με βασικούς εκπαιδευτικούς εταίρους.
Ορισμένες από αυτές τις αναληφθείσες πρωτοβουλίες είναι η υποχρεωτική διετής προσχολική εκπαίδευση, το ολοήμερο νηπιαγωγείο και δημοτικό, ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών προγραμμάτων, η νέα πρόταση για τις υποστηρικτικές δομές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι νέες μορφές διοίκησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και ο εξορθολογισμός της οργάνωσης των μεταπτυχιακών σπουδών, η προώθηση της αυτοαξιολόγησης του σχολείου και η αξιολόγηση των ανώτερων στελεχών που επιβλέπουν τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Για να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική του πορεία, είναι σημαντικό το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να εστιάσει στην ενίσχυση του περιεχομένου της εκπαίδευσης στα σχολεία και τα ΑΕΙ. Το υψηλό ποιοτικά περιεχόμενο σπουδών μπορεί να διασφαλίσει την ύπαρξη των αναγκαίων για τους Έλληνες μαθητές γνώσεων και δεξιοτήτων βάσει των οποίων θα συνεισφέρουν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και μελλοντική βελτίωσης της ζωής στην Ελλάδα.
Ζητήματα πολιτικών
Η Ελλάδα πλέον σταδιακά εξέρχεται από μία δεκαετία σοβαρής οικονομικής κρίσης. Επενδύοντας στην τρέχουσα μεταρρυθμιστική ατζέντα στην εκπαίδευση, τα μελλοντικά σχέδια πρέπει να εστιάσουν στην ανάδειξη των μαθητών στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Τα όποια σχέδια οφείλουν να προτείνουν το μέλλον που η Ελλάδα οραματίζεται για τα παιδιά της. Για να γίνει αυτό το μέλλον εφικτό, είναι σημαντικό να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν τα βασικά διακυβεύματα σε επίπεδο πολιτικής.
Διακυβέρνηση και χρηματοδότηση
Η ελληνική εκπαίδευση, όπως και άλλοι τομείς της δημόσιας σφαίρας, είναι ενσωματωμένη σε μία διοικητική πυραμιδωτή δομή. Τα σχολεία είναι μονάδες ενός ευρύτερου συστήματος. Οι «σχολικές μονάδες» έχουν διάσπαρτες και διάχυτες αρμοδιότητες και χρηματοδοτήσεις, περιορισμένη αυτονομία καθώς πολλές αποφάσεις και εντολές υπαγορεύονται απ’ έξω.
Η απουσία συγκριτικών ποσοτικών δεδομένων όσον αφορά τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης δεν επιτρέπει ακριβή αποτύπωση της υποχρηματοδότησης του συστήματος. Επίσης, δεν επιτρέπει την ανάδειξη των προκλήσεων από τις περιορισμένου χρόνου προσλήψεις των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που ενίοτε οδηγούν σε ανεπάρκειες.
Εστιάζοντας στη μάθηση
Υπάρχει εθνική δέσμευση για την επίτευξη μεγαλύτερης ισότητας στην παροχή εκπαίδευσης όπως επίσης και στα μαθησιακά αποτελέσματα. Οι τρέχουσες προκλήσεις σχετίζονται με το πώς το σύστημα διαχειρίζεται τις ανισότητες, με θεσμούς όπως οι ΖΕΠ, το ολοήμερο σχολείο και η υποστήριξη της εκπαίδευσης των προσφύγων.
Όλα τα ολοήμερα σχολεία αποσκοπούν ειδικότερα στο πώς θα βοηθήσουν τους μαθητές και τους γονείς τους με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πρόσφορου σε πρόσθετη σχολική υποστήριξη και στην ανάπτυξη ποικίλων δραστηριοτήτων.
Γενικότερα, οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις στα προγράμματα σπουδών και στο Λύκειο παρέχουν μία ευκαιρία για την ενίσχυση των μαθησιακών ικανοτήτων όλων των μαθητών. Τα τεράστια διακυβεύματα που συνδέονται με τις Πανελλήνιες εξετάσεις για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η «παραπαιδεία» έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις που υπονομεύουν το ρόλο του σχολείου και της μάθησης καθώς εστιάζει αποκλειστικά σε τεχνικές με στόχο τα επιτυχή αποτελέσματα στις εξετάσεις. Επιπλέον, η αυξανόμενη εξάρτηση της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Μια αναδυόμενη κουλτούρα βελτίωσης του σχολείου
Με ένα σώμα εκπαιδευτικών στην Ελλάδα καλά καταρτισμένο και αφοσιωμένο, το σχολείο μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω με την πρόσληψη εκπαιδευτικών και διευθυντών υψηλής ποιότητας, την αναθεώρηση των εργασιακών συνθηκών, την καλύτερη κατανομή εκπαιδευτικών στα σχολεία και τη συνεχή υποστήριξη για την ανάπτυξη του επαγγελματισμού τους. Μία εμβρυακή κουλτούρα λογοδοσίας ως μέσου βελτίωσης αποτυπώνεται σε πρωτοβουλίες όπως η βάση δεδομένων My School, η εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, η αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης και η θέσπιση της ΑΔΙΠΠΔΕ (Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση).
Η υψηλή προστιθέμενη αξίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Η ελληνική κοινωνία αποδίδει μεγάλη αξία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, ακόμα και πριν την οικονομική κρίση, η επαγγελματική απορρόφηση των αποφοίτων ΑΕΙ ήταν χαμηλότερη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση γνώρισε τα τελευταία χρόνια σαρωτικές αλλαγές. Ένα αναπτυσσόμενο σύστημα λογοδοσίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κερδίζει έδαφος.
Υπάρχει αυξανόμενη συναίνεση για τη βέλτιστη προσέγγιση ώστε το σύστημα να υπερβεί τους καταναγκασμούς που παρήγαγε η οικονομική κρίση. Ο εξαιρετικά λεπτομερής και τεχνικός χαρακτήρας της ελληνικής νομοθεσίας, μαζί με τις συχνές νομοθετικές αλλαγές, οδήγησε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο τρόπο διακυβέρνησης και χρηματοδότησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συστάσεις
Η ανάλυση των πολιτικών και των πρακτικών εκπαιδευτικών συστημάτων με υψηλές επιδόσεις έδειξαν ότι υπάρχουν κάποιες βασικές αρχές οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν οδηγό για τις κυβερνήσεις: να έχουν σαφείς στόχους, που είναι κατανοητές στο κοινό και να έχουν τη στήριξή του, να επενδύσουν στον επαγγελματισμό των εκπαιδευτικών, την πρόσληψη νέων και την ανάπτυξη εξαίρετων δασκάλων και στελεχών, να οικοδομήσουν δομές και θεσμούς υποστήριξης και βελτίωσης της εκπαίδευσης, να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα αξιολόγησης παρέχουν αντικειμενική πληροφόρηση για τα αποτελέσματα και τους σκοπούς της λογοδοσίας και της βελτίωσης, να εστιάσουν στα επιτεύγματα του κάθε σχολείου χωριστά, να εστιάσουν δηλαδή στις μονάδες που η διδασκαλία και η μάθηση πραγματώνεται. Οι βελτιώσεις σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να επέλθουν με ισχυρή, συνεκτική και διαρκή πολιτική υποστήριξη και ηγεσία, σύμφωνα με το athina984.gr.
Η Ελλάδα έχει εισάγει ένα αριθμό μεταρρυθμίσεων οι οποίες αγγίζουν πολλές από τις σημαντικότερες πτυχές της εκπαίδευσης. Ο ΟΟΣΑ συστήνει ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να εστιάζει στη βελτίωση της ποιότητας και της ισότητας στο εκπαιδευτικό της σύστημα και στη μάθηση των μαθητών και των φοιτητών και προτείνει σειρά από μέτρα πολιτικής.
Η σύνδεση διακυβέρνησης και χρηματοδότησης να εστιάζει περισσότερο στο σχολείο
Ο εξορθολογισμός και η βελτίωση της διακυβέρνησης και της χρηματοδότησης της ελληνικής εκπαίδευσης είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία της εκπαίδευσης και των σχολείων. Για την ευημερία του κάθε σχολείου ξεχωριστά η διακυβέρνηση και χρηματοδότηση πρέπει να συνδέονται. Αυτό απαιτεί συγκρότηση ενός οράματος για την εκπαίδευση που θα είναι εξολοκλήρου προσανατολισμένο στο μέλλον, σαφή εικόνα για τους διαθέσιμους πόρους, ανάπτυξη και υποστήριξη των οργάνων που συγκροτούν το σχολείο, απόδοση στα σχολεία μιας διακριτής ταυτότητας και δικών τους δυνατοτήτων. Απαιτεί επίσης τη δημιουργία σώματος μόνιμων εκπαιδευτικών το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη ισχυρών εκπαιδευτικών θεσμών και να παρέχει εκπαίδευση υψηλού επιπέδου στους μαθητές τους.
Στήριξη της μάθησης για όλους τους μαθητές
Η προσήλωση της Ελλάδας στην ισότητα μπορεί να εξισορροπηθεί ενισχύοντας τις προσπάθειες διατήρησης και βελτίωσης της ισότητας και της ποιότητας σε όλα τα επίπεδα και εστιάζοντας ταυτόχρονα στους λιγότερο ευνοημένους. Πιο συγκεκριμένα, οι υψηλότερες επιδόσεις όλων των μαθητών μπορούν να επιτευχθούν με την αύξηση των προσδοκιών, με την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος σε μελλοντικά επιτεύγματα μέσω της τρέχουσας μεταρρύθμισης των αναλυτικών προγραμμάτων, με τη μείωση του ειδικού βάρους των Πανελληνίων εξετάσεων και μέσω της επανεξέτασης των επιπτώσεων της παραπαιδείας στο δημόσιο σχολείο. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να συνεχίσει η χώρα να δίνει βάρος σε στοχευμένες παρεμβάσεις στους μαθητές που προέρχονται από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και στα μη προνομιούχα σχολεία.
Στήριξη στη βελτίωση του σχολείου
Η Ελλάδα διαθέτει ένα αφοσιωμένο σώμα εκπαιδευτικών με μέτριες επιδόσεις. Υπάρχει ανάγκη για ένα περιβάλλον εντός του οποίου μπορεί να βελτιώνεται το σχολείο. Το περιβάλλον αυτό απαιτεί: βελτίωση της διοικητικής διαχείρισης των εργαζομένων όσον αφορά την κατανομή τους, στήριξη των ατομικών και συλλογικών διαδικασιών επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και των διευθυντών, συγκρότηση μιας στρατηγικής αξιολόγησης για τη λογοδοσία και τη βελτίωση των σχολείων. Επιπλέον, αναγκαίοι όροι για την επιτυχία των στόχων αυτών είναι η ανάπτυξη πρακτικών εργαλείων και διαδικασιών για την αξιολόγηση των σχολείων και των διευθυντών όπως επίσης έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογήσεις των μαθητών.
Διασφάλιση προϋποθέσεων για μια αποτελεσματική τριτοβάθμια εκπαίδευση
Οι Έλληνες απόφοιτοι ΑΕΙ έχουν υψηλά ποσοστά πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις στο γραμματισμό, τις μαθηματικές δεξιότητες και την επίλυση προβλημάτων σε σύγκριση με τους αποφοίτους άλλων χωρών που συμμετέχουν στη διεθνή έρευνα Programme for the International Assessment of Adult Competencies (PIAAC) του ΟΟΣΑ. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να επενδύσει η χώρα στις προϋποθέσεις που θα ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα, και την επίτευξη υψηλής ποιότητας και επιδόσεων στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μία πτυχή που μπορεί να τεθεί ως στόχος αφορά τη βελτίωση της διακυβέρνησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τόσο ως σύνολο όσο και των επιμέρους θεσμών της. Χρειάζεται μία προοδευτική προσέγγιση μεγαλύτερης αυτονομίας των θεσμών, σύνδεσης του συστήματος χρηματοδότησης με την κυβερνητική στρατηγική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και εξισορρόπηση της μεγαλύτερης αυτονομίας και της αύξησης της λογοδοσίας.