Δυσκολία πρόσβασης -λόγω οικονομικής δυσπραγίας- σε ιατρικές εξετάσεις και θεραπεία, μεγάλες λίστες αναμονής και ραντεβού στο… μακρινό μέλλον είναι ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την πρώτη «Εθνική Επιδημιολογική Μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων ηπατίτιδας Β (HBV), ηπατίτιδας C (HCV) και της HIV λοίμωξης- «Hprolipsis»», της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, για την οποία συνεργάστηκαν οι Ιατρικές Σχολές των πανεπιστημίων και οι ΜΚΟ Γιατροί του Κόσμου και PRAKSIS.
Επιπλέον, από την έρευνα καταδεικνύεται ότι λόγοι που σχετίζονται με τη μετανάστευση, όπως δυσκολία επικοινωνίας λόγω γλώσσας, έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων και φόβος απέλασης, λειτουργούν αποτρεπτικά για τους μετανάστες, αλλά και τους Τσιγγάνους/Ρομά, οι οποίοι μένουν μακριά από την υγειονομική περίθαλψη.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, επτά στους δέκα ερωτηθέντες δυσκολεύονται να προσεγγίσουν τις υπηρεσίες υγείας για οικονομικούς λόγους, ενώ οι μισοί επικαλούνται λόγους κοινωνικούς.
Μεταξύ των μεταναστών, αλλά και των Τσιγγάνων/Ρομά, διάχυτος είναι σχεδόν στους μισούς ο φόβος να δεχτούν περίθαλψη λόγω έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων.
Οι παρανοήσεις που συχνά οδηγούν σε αποκλεισμούς, περιθωριοποίηση και φόβο, όσον αφορά τους τρόπους μετάδοσης των ιογενών ηπατιτίδων και της HIV λοίμωξης, εμμένουν, παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο γνώσης, στον γενικό πληθυσμό και τους μετανάστες (60%).
Ετσι, έξι στους δέκα πιστεύουν λανθασμένα ότι οι λοιμώξεις αυτές μπορούν να μεταδοθούν είτε με την καθημερινή κοινωνική επαφή, το φιλί, την κοινή χρήση οικιακών σκευών, την κοινή χρήση τουαλέτας ή με το τσίμπημα του κουνουπιού.
Τσιγγάνοι/Ρομά έχουν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων (40%) και ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα παρανοήσεων (77%).
Τρεις στους δέκα είχαν εξεταστεί στο παρελθόν για κάποιο από τα λοιμώδη νοσήματα, με πρώτους τους μετανάστες σε ποσοστό 39,1%.
Ακολουθεί ο γενικός πληθυσμός 31% και οι Τσιγγάνοι/Ρομά 20,21%.
Επιπλέον, επτά στους δέκα που βρέθηκαν με θετικό αντιγόνο επιφανείας ηπατίτιδας Β δεν το γνώριζαν.
Τα ποσοστά αυτά ήταν ακόμη μεγαλύτερα ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν θετικό αντίσωμα έναντι της ηπατίτιδας C (80%).
Το ποσοστό των ατόμων με θετικό αντιγόνο επιφανείας (HBsAg –ηπατίτιδα Β) ήταν χαμηλό στον γενικό πληθυσμό (1,27%), αλλά αυξημένο στους μετανάστες (7,5%) και στους Τσιγγάνους/Ρομά (7,72%).
Το ποσοστό των ατόμων με αντισώματα έναντι της ηπατίτιδας C ήταν χαμηλό στον γενικό πληθυσμό (0,73%) και τους Τσιγγάνους-Ρομά (1,39%), αλλά σχετικά υψηλότερο στους μετανάστες (3,5%).
Ο επιπολασμός αντιγόνου επιφανείας στους μετανάστες φαίνεται να αντανακλά τον επιπολασμό της χώρας προέλευσής τους.
Στους Τσιγγάνους/Ρομά, ο επιπολασμός ήταν ιδιαίτερα υψηλός σε περιοχές με κακές συνθήκες διαβίωσης (αμιγείς καταυλισμοί). Ο επιπολασμός της HIV λοίμωξης ήταν χαμηλός και στους τρεις πληθυσμούς (0-0,7%).
Αυτό που απαιτείται, εξήγησε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Γιώτα Τουλούμη, επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, είναι δράσεις και ανάπτυξη δομών για τη διευκόλυνση στην πρόσβαση, στην πρόληψη και τη θεραπεία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε πληθυσμού.
Απαραίτητη, πρόσθεσε, είναι και η υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, που να εστιάζουν κυρίως σε πληθυσμούς υψηλού ρίσκου, δεδομένου ότι «η έγκαιρη διάγνωση έχει διπλά οφέλη: βελτιώνει την υγεία των ανθρώπων που ζουν με ιογενείς ηπατίτιδες ή με τον HIV και ταυτόχρονα παρεμποδίζει τη μετάδοσή τους σε άλλα άτομα, γεγονός πολύ σημαντικό για τη δημόσια υγεία».