«Είναι κρίμα που τα πανεπιστήμια του κέντρου της Αθήνας έχουν συνδεθεί με μία σειρά από φαινόμενα όπως είναι οι επιθέσεις κατά του διδακτικού προσωπικού, οι συγκρούσεις μεταξύ φοιτητικών ομάδων, το παρεμπόριο ή ακόμα και η διακίνηση ναρκωτικών.
Αναμενόμενο είναι, στο πλαίσιο αυτό, να δημιουργείται ένα περιβάλλον αρκετά ανασφαλές τόσο για τους φοιτητές και το προσωπικό όσο και για τους πολίτες και κατοίκους των περιοχών. Ωστόσο, θέλω να τονίσω, ότι τα πανεπιστήμια συνεχίζουν τη λειτουργία τους, με πολύ καλά αποτελέσματα και παρά την έξαρση των παραπάνω φαινομένων επιτελούν με συνέπεια τον ακαδημαϊκό τους ρόλο. Ο κίνδυνος σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι, πάντως, να φθάσουμε στο σημείο να τα αντιμετωπίζουμε ως “φυσικά” φαινόμενα και άρα αναπόφευκτα. Τότε, θα δημιουργηθεί μια νέα “κανονικότητα” στην καθημερινότητά μας και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο» παρατηρεί, μιλώντας στην «Καθημερινή», η Χριστίνα Ζαραφωνίτου καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Απορία και λύπη
Προ ημερών, άγνωστοι, με μέθοδο που χαρακτηρίζεται επαγγελματική, εισέβαλαν στο γραφείο της στο Πάντειο και τα έκαναν γυαλιά-καρφιά, ως ένδειξη αλληλεγγύης στον Κωνσταντίνο Γιαγτζόγλου. «Δεν είναι εύκολο να περιγραφούν τα συναισθήματα για την επίθεση, διότι εναλλάσσονται από την απορία στην αγανάκτηση και από τη λύπη στην ισχυρή θέληση για να σταματήσουν απαράδεκτες για την κοινωνία και τον πολιτισμό μας καταστάσεις σαν αυτήν» τονίζει, προσθέτοντας: «Πρέπει να γίνει σαφής και έμπρακτη η βούληση της πολιτείας για πάταξη των φαινομένων βίας. Ενα ψήφισμα καταδίκης δεν είναι δυστυχώς αρκετό. Είναι απαραίτητο να λειτουργήσουν οι θεσμοί του επίσημου κοινωνικού ελέγχου με τρόπο θεσμικό και ορθολογικό, ώστε να μην εκδηλωθούν ακραίες μορφές αυτοπροστασίας ή άλλες μορφές συλλογικής αντίδρασης που θα σφετεριστούν τον ρόλο της πολιτείας στην προστασία των πολιτών ή ολόκληρων συνοικιών των πόλεων, με εμφανή τον κίνδυνο της καταπάτησης ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Επιπρόσθετα, η απουσία θεσμικής παρέμβασης μπορεί να συμβάλει στην εκδήλωση ομάδων πίεσης, ώστε να οδηγηθεί η αντεγκληματική πολιτική σε μέτρα απόλυτα, κατασταλτικά και αυταρχικά».
– Γιατί θεωρείτε ότι στοχοποιηθήκατε;
– Δεν μπορώ να γνωρίζω τους λόγους, διότι δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση στο συμβάν της επίθεσης στο γραφείο μου. Τα αναφερόμενα στο κείμενο ανάληψης ευθύνης δεν προσφέρονται ούτε καν για σχολιασμό. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη επίθεση στοχεύει πρωτίστως την επιστήμη που εκπροσωπώ, το επιστημολογικό πεδίο της οποίας στρεβλώνεται κακόβουλα. Το γεγονός ότι έχω αφιερώσει πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου στην ακαδημαϊκή εγκληματολογία και έρευνα, καθώς και στην προσπάθεια αναγνώρισης της ανάγκης δημιουργίας ενός πανεπιστημιακού τμήματος Εγκληματολογίας αντίστοιχου με όσα λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο, όπως και ότι απολαμβάνω την εμπιστοσύνη της επιστημονικής κοινότητας και των φοιτητών μου, προφανώς εξηγεί την «επιλογή» του προσώπου μου ως στόχου.
– Πού αποδίδετε τις επιθέσεις εντός των πανεπιστημίων; Εχουν ιδεολογικοπολιτική στόχευση;
– Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα αποτελούν το υψηλότερο επίπεδο λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών και τα πανεπιστήμια τον κατ’ εξοχήν χώρο λειτουργίας τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι και ο φυσικός χώρος της ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών. Κουκούλες, βαριοπούλες και στοχοποίηση ατόμων και απόψεων και μάλιστα εντός των πανεπιστημίων πλήττουν ένα σημαντικό κεκτημένο του ανθρώπινου πολιτισμού και αντανακλούν την έλλειψη παιδείας και δημοκρατίας όσων τα υιοθετούν. Σε καμία περίπτωση, πάντως, παρόμοιες συμπεριφορές δεν αντανακλούν ιδεολογία. «Ιδεολογία της βίας» δεν υπάρχει και στην προκειμένη περίπτωση κανένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο δεν αναδεικνύεται πέραν της επικράτησης κλίματος τρομοκρατίας.
– Υπάρχει πολιτική ευθύνη; Ευθύνη του πανεπιστημίου;
– Το γεγονός ότι φθάσαμε στο σημείο να βιώνουμε τέτοιες μορφές τρομοκρατίας μέσα στον φυσικό χώρο της ελευθερίας που είναι το πανεπιστήμιο, νομίζω ότι μαρτυρά και την ύπαρξη των ευθυνών όλων μας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των κρατικών και πολιτικών θεσμών και εν τέλει της πολιτείας στο σύνολό της. Εάν η πανεπιστημιακή κοινότητα και η κοινωνία στο σύνολό της επιδείξουν μια ξεκάθαρη στάση μη ανοχής της βαρβαρότητας, τότε παρόμοια φαινόμενα –ακόμα και στην περίπτωση που έχουν πολιτικές στοχεύσεις– θα περιθωριοποιηθούν και θα αποδυναμωθούν.
– Ποια συγκεκριμένα μέτρα προστασίας είναι δυνατόν να ληφθούν για την προστασία των πανεπιστημίων;
– Για να αντιστραφεί το κλίμα ανασφάλειας απαιτείται βασικά ξεκάθαρη βούληση όλων των εμπλεκομένων. Αν και εφόσον η βούληση αυτή διασφαλιστεί, τα μέτρα προστασίας θα εξευρεθούν μέσα από τις ιδιαίτερες ανάγκες και τη φυσιογνωμία του κάθε Ιδρύματος. Δηλαδή, μπορεί να τα προσδιορίσουν τα ίδια τα Ιδρύματα. Ωστόσο, δυστυχώς η βούληση να αντιστραφεί το κλίμα παραμένει ακόμα ως ζητούμενο.
– Ευρύτερα, παρατηρείται έξαρση της βίας στη χώρα. Σε ποιους λόγους μπορεί να αποδοθεί;
– Εχετε δίκαιο, η έξαρση της βίας είναι γενικότερη στις μέρες μας· αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Γινόμαστε θεατές άγριων πολεμικών συγκρούσεων, τρομοκρατικών επιθέσεων και βίαιων εγκλημάτων σε διεθνές επίπεδο. Η ανάπτυξη ανοχής απέναντι στη βία ενέχει σοβαρό κίνδυνο ένταξής της στις «κανονικότητες» της κοινωνικής καθημερινότητας. Αυτός ο κίνδυνος πρέπει να αποφευχθεί με κατάλληλα μέτρα κοινωνικής και αντεγκληματικής πολιτικής. Ειδικά για τη χώρα μας, διέρχεται μια μακρά περίοδο έντονων κοινωνικών αλλαγών σε πολλά επίπεδα, οι οποίες έχουν προφανώς επηρεάσει και τις κοινωνικές σχέσεις. Το συγκρουσιακό πλαίσιο εντείνεται, εξάλλου, όταν η εμπιστοσύνη στους θεσμούς κλονίζεται. Είναι κοινότοπο να πούμε ότι τα προβλήματα δεν λύνονται μόνα τους και άρα, καμία μορφή «αυτορρύθμισης» δεν μπορεί να αποτελέσει ευοίωνη προοπτική. Οταν, μάλιστα, οι αρμόδιοι φορείς αποδεικνύονται αναποτελεσματικοί στην άμβλυνση των συγκρούσεων, ελλοχεύει και ο επιπλέον κίνδυνος της κοινωνικής πίεσης προς την ενεργοποίηση πολιτικών περιστολής των ατομικών ελευθεριών.
– Τι σημαίνουν ανάλογες επιθέσεις για τη δημοκρατία και τους θεσμούς στη χώρα;
– «Φιμώνοντας» την εγκληματολογική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου, ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο θα μπορούσε να μετατραπεί είτε σε πεδίο πολιτικής εκμετάλλευσης είτε σε πεδίο ατομικών και κοινωνικών συγκρούσεων με πιο επικίνδυνη μορφή την αυτοδικία. Η οπτική της Εγκληματολογίας βασίζεται στην ορθολογική αντιμετώπιση του συνολικού εγκληματικού φαινομένου με άξονα τα δικαιώματα του ανθρώπου και είναι καθοριστική για τον νομικό μας πολιτισμό και βέβαια τη δημοκρατία.
– Πιστεύετε ότι αυτό επηρεάζει ευρύτερα τους θεσμούς;
– Επιθέσεις αυτής της μορφής πλήττουν άμεσα τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Ομως, το γεγονός ότι εκδηλώνονται με τόσο ακραία μορφή και μεγάλη συχνότητα θεωρώ ότι αντανακλά μια ανησυχητική χαλάρωση των εν λόγω θεσμών που επιτρέπει την εμφάνισή τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους κρατικούς θεσμούς αλλά και στους κοινωνικούς και ευρύτερα πολιτικούς που φαίνονται όλο και περισσότερο «αμήχανοι» απέναντι στην αντιμετώπιση παρόμοιων εγκληματικών συμπεριφορών. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση σε μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος ότι η πολιτεία στο σύνολό της είναι είτε αδύναμη, είτε αδιάφορη, είτε ανεκτική απέναντι σε διάφορες μορφές βίας στην καθημερινότητα και για τον λόγο αυτό καταγράφονται και πολύ υψηλά ποσοστά ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο περαιτέρω αμφισβήτησης της λειτουργίας των θεσμών, που ενίοτε εκφράζεται και ως απαξίωσή τους.
Στο γραφείο της
«Ηταν γύρω στις 8.30 το πρωί. Δύο συνάδελφοι άκουσαν θόρυβο από ηλεκτρονικό τροχό», περιγράφει η κ. Χριστίνα Ζαραφωνίτου, η οποία απουσίαζε από το γραφείο της την ώρα της επίθεσης. «Οι συνάδελφοι βγαίνοντας στον διάδρομο είδαν δύο άτομα με κουκούλες, γάντια και καλυμμένα τα πόδια τους ώστε να μην αφήνουν ίχνη να διαρρηγνύουν την πόρτα του γραφείου, τροφοδοτώντας τον τροχό από πρίζα του διαδρόμου. Μπήκαν μέσα και κατέστρεψαν ό,τι βρέθηκε μπροστά τους: όλα τα μηχανήματα, υπολογιστές, την τζαμαρία της βιβλιοθήκης. Ηταν τέτοια η μανία τους, που έχουν φύγει τα πλήκτρα από το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Προς τιμήν της, η πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Ισμήνη Κριάρη, μόλις ενημερώθηκε, κάλεσε αμέσως την Αστυνομία», προσθέτει η πανεπιστημιακός.