Ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. Θα προτιμούσα να μην το έγραφα. Να όμως που η μοίρα έτσι το ήθελε. Η μοίρα; Ρητορικό το ερώτημα.
Ας μεταφερθούμε όμως στο μαγευτικό νησί της Σαντορίνης. Στο «στολίδι» του Αιγαίου. Εδώ όπου ο χρόνος κυλά αλλιώς. Εδώ που θα λέγαμε πως μεταφερόμαστε σε έναν άλλο κόσμο, ανέγγιχτο από τα τεκταινόμενα της υπόλοιπης χώρας. Το νησί βουλιάζει από τουρίστες. Κάθε φυλής και κάθε εθνικότητας. Δεν μας πειράζει αυτό. Ρατσιστές δεν είμαστε. Στους δρόμους σημειωτόν τουριστικά λεωφορεία, γουρούνες με κατακόκκινους τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές οι οποίοι απολαμβάνουν το τοπίο κινούμενοι αργά και φωτογραφίζοντας ανά πάσα στιγμή, μηχανάκια, ταξί και κάποιο κοπάδι από μουλάρια, τα οποία δύστυχα ζωντανά χρησιμοποιούνται κι αυτά στο βωμό του κέρδους, τον άρχοντα που διαφεντεύει τούτο το νησί. Πραγματικό κομφούζιο. Και πώς να μην υπάρχει. Πώς να μην τρέχουν δουλικά οι κάθε λογής ξενοδόχοι, μη και δυσαρεστηθούν οι τουρίστες που πληρώνουν 1000 και 1500 ευρώ για ένα βράδυ στη «μαγευτική» Οία και 200 ευρώ το άτομο για να δει το ηλιοβασίλεμα από καραβάκι; Λογικό. Όλα για την Οία και την Καλντέρα, ό,τι πιο «γραφικό» έχει να επιδείξει το νησί, τα οποία όμως δεν προσφέρουν τίποτα αυθεντικό, παρά απαρτίζονται από ξενοδοχεία και μαγαζιά, όλα στις ανάγκες του τουρισμού. Αναρωτιέσαι ο κόσμος δηλαδή πού και πώς ζει; Το ανακαλύπτεις με το που πατάς το πόδι σου στο νησί.
Κάπου στις αρχές Σεπτέμβρη ένα άλλο καράβι ξεκινούσε από τη Σύρο. Με προορισμό το «στολίδι» του Αιγαίου. Αν ήμασταν σ’ άλλες εποχές, τα πανιά του θα μπορούσαν να είναι μαύρα. Θρήνος στο κατάστρωμα. Γιατί αν για κάποιους η Σαντορίνη είναι ο τοπ προορισμός, για κάποιους άλλους είναι η τελευταία επιλογή. Ναι γι’ αυτούς που έρχονται από τον πραγματικό κόσμο λέω. Γι’ αυτούς που φόρτωσαν όλα τους τα υπάρχοντα σε ένα αμαξάκι και σε τρεις μέρες βρέθηκαν στη Σύρο. Για να τους πουν μετά να πάνε στη Σαντορίνη. Γι’ αυτούς που δεν είχαν δει ποτέ μωβ χαρτονομίσματα να κυκλοφορούν με τόση άνεση στην αγορά, μια συνηθισμένη καθημερινότητα στο νησί. Το «καλή σχολική χρονιά» που άκουγαν από φίλους φάνταζε κατάρα. Ναι από τους φίλους που, εκτός χώρου εκπαίδευσης, σε θεωρούν τρελό/ή να μην ξέρεις πού θα είσαι την επόμενη χρονιά, πού θα ξεχειμωνιάσεις, απλώς να το μαθαίνεις τρεις μέρες πριν, να τα φορτώνεις, να φεύγεις, να είσαι νομάς κανονικός. Και η ιστορία να τραβάει χρόνια. Να τους αφήνεις πίσω, αυτούς κι άλλα τόσα αγαπημένα πρόσωπα. Βέβαια στο νησί δεν υπήρχε αυτή η ευχή. Μόνο το «καλή σεζόν». Όχι. Δεν ήρθα να δουλέψω σεζόν!!! Δεν το επέλεξα καν. Απλώς ήμουν από τους/τις τελευταίους/ες στη σειρά. Και ήρθα εδώ – όπου κανείς δεν ήθελε – για να κάνω μάθημα στα παιδιά σου.
Μέσα λοιπόν στο τουριστικό πανδαιμόνιο, έφτασαν οι φτωχοί συγγενείς. Κατάκοποι. Πώς να κοιμηθούν άλλωστε; Τόσο η πρόσληψη όσο και η οριστική τοποθέτηση ανακοινώθηκαν στις 3 το βράδυ. Εμφανίστηκαν σαν εξωγήινοι που προσγειώθηκαν από άλλο πλανήτη. Όπου ρωτούσαν αν νοικιάζεται σπίτι αντίκρυζαν χαμόγελα ειρωνικά. Ακόμα και στα μεσιτικά γραφεία. Θες να βρεις σπίτι στη Σαντορίνη τώρα; Όσο για προσωρινή διαμονή σε ξενοδοχείο οι τιμές που άκουσαν κυμαίνονταν στα 80-90 ευρώ το βράδυ. Άλλοι κοιμόντουσαν 3-3, άλλοι στα αμάξια, άλλοι σε παραλίες. Και όταν τη μέρα έβγαιναν για αναζήτηση σπιτιού, κουράζονταν να ακούν τα “welcome” και τα “hello” από τους συντοπίτες τους. Κι αν υπήρχαν σπίτια προς ενοικίαση, θα κόστιζαν 350 ευρώ τα 15 τετραγωνικά. Ίσως χωρίς πλυντήριο. Ίσως χωρίς φουρνάκι. Συν εξτρά χρέωση 25 ευρώ το μήνα το νερό (το «στολίδι» υδροδοτείται με δεξαμενές). Συν το ρεύμα. Αλλού συν το ίντερνετ!!! Αλλού να σου λένε μένεις μέχρι Μάιο. Αλλού να σου λένε έχεις μωρό, θα λερώσει το σπίτι, δεν μπαίνεις!!! Και το χειρότερο – όταν αυτά τα ακούς ακόμα και από ντόπιους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι με τη δεύτερη εργασία τους, αυτή της παραπαιδείας που ανθεί στο νησί, βγάζουν διπλό μισθό. Ταλαιπωρία δίχως τέλος. Κι εκεί κάπου αναρωτιέσαι αν όλο αυτό που κάνεις τελικά αξίζει. Γιατί σ’ αυτό το νησί κάθε μέρα σε περιμένει μια νέα έκπληξη. Για να επιβεβαιώσεις ότι μόνο το χρήμα κινεί τα νήματα εδώ. Όταν για απόσταση 4 χιλιομέτρων το ταξί σου παίρνει 12 ευρώ, «φιλική τιμή». Όταν σου λένε: Γιατί δεν κάνεις ιδιαίτερα; Όλοι αυτό κάνουν (Γιατί μπορεί να κάνω και άλλα πράγματα ή να έχω και άλλες υποχρεώσεις και απαιτώ η δουλειά μου να μου εξασφαλίζει τα απαραίτητα προ το ζειν είναι η απάντηση). Όταν ο γονιός αναρωτιέται γιατί δεν κάνουμε συνάντηση γονέων στο τέλος του Οκτώβρη όταν θα έχει τελειώσει η σεζόν και θα μπορέσουν επιτέλους οι άνθρωποι να ασχοληθούν και με τα δευτερεύοντα ζητήματά τους, όπως είναι τα παιδιά τους…
Κάπου εδώ αναρωτιέσαι αν κάτι ξέρει το υπουργείο που ζητά γνωμάτευση ψυχίατρου κάθε χρόνο από τους αναπληρωτές. Κάπου εδώ προσπαθείς να μη χάσεις τον εαυτό σου και να κρατηθείς στο ύψος σου. Λες δεν ξαναδηλώνω Κυκλάδες – ή και παραιτούμαι. Όμως το υπουργείο θα ’ρθει να σου πει χάνεις προϋπηρεσία, θα δουλέψεις του χρόνου; Λες τουλάχιστον δουλεύω, άλλοι/ες ακόμα περιμένουν. Αυτό όμως δεν με κάνει να αποδέχομαι την κατάσταση και να μη ζητάω και να διεκδικώ τα αυτονόητα για ανθρώπινους ρυθμούς ζωής και εργασίας, για μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν είμαι μόνο εγώ. Κι αυτό με παρηγορεί. Είμαστε πολλοί. Και η κατάσταση δεν μπορεί παρά να αλλάξει παρά μόνο μαζικά. Ζητώντας πάντα και το βασικότερο. Μόνιμους μαζικούς διορισμούς τώρα!
Σκέψεις από μία αναπληρώτρια στη Σαντορίνη