Περιορισμό των κατασχέσεων εις χείρας τρίτων (πχ από δημόσιο, ΟΓΑ, ΟΑΕΔ, ασφαλιστικά ταμεία κλπ) σε βάρος αναξιοπαθούντων οφειλετών της εφορίας, προβλέπει απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή.
Με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1146/2017 προστίθεται μία ακόμα περίπτωση, στις ενδεικτικές «εξαιρετικές περιπτώσεις» για τον περιορισμό της κατάσχεσης. Εκτός από την μακροχρόνια ανεργία χωρίς άλλες πηγές εισοδημάτων του οφειλέτη και της συζύγου του, ή τα σοβαρά προβλήματα υγείας αυτού και της συζύγου του, εξαιρείται από κατάσχεση εις χείρας τρίτων και η χορήγηση προνοιακών ή άλλων «κοινωνικών» επιδομάτων και βοηθημάτων.
Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, για να περιοριστεί η κατάσχεση στην περίπτωση που έχει επιβληθεί κατάσχεση σε (ατομικό ή κοινό) τραπεζικό λογαριασμό (ανεξάρτητα από το αν έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος ή όχι) επί καταθέσεων προερχομένων από καταβολή προνοιακού ή άλλου «κοινωνικού επιδόματος» ή βοηθήματος, απαιτείται να υποβάλει αίτηση ο οφειλέτης στην αρμόδια ΔΟΥ.
Μετά από την αίτηση αποδεσμεύεται το σύνολο του δεσμευθέντος ποσού αυτού, εφόσον από την κείμενη νομοθεσία ορίζεται ότι τα ανωτέρω επιδόματα/βοηθήματα είναι ακατάσχετα (πχ επίδομα κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, επίδομα ανεργίας ΟΑΕΔ, επίδομα θέρμανσης, διατροφή ανηλίκου τέκνου κλπ).
Η αποδέσμευση του συνόλου του δεσμευθέντος ποσού επιδόματος/ βοηθήματος ισχύει και στην περίπτωση που ως δικαιούχος ή συνδικαιούχος του κατασχεθέντος τραπεζικού λογαριασμού αναγράφεται υποχρεωτικά τρίτο πρόσωπο, όπως ο δικαστικός συμπαραστάτης του δικαστικώς συμπαραστατούμενου τέκνου ή ένας εκ των δύο γονέων στην περίπτωση διατροφής ανηλίκου τέκνου.
Τέτοιες περιπτώσεις όπου οι ΔΟΥ εγκρίνουν περιορισμούς κατασχέσεων, υπόκεινται στην άσκηση δειγματοληπτικού ελέγχου καθώς η απόφαση περιορισμού κατασχετηρίου θα κοινοποιείται αυθημερόν ηλεκτρονικά ή μέσω τηλεμοιοτυπίας (fax) στις αρμόδιες κατά τόπους Φορολογικές Περιφέρειες, προκειμένου να ελέγχεται η την τήρηση των προϋποθέσεων.
Η νέα εγκύκλιος συμπληρώνει παλαιότερη (την 1092/3.4.2014) που, γενικότερα, προβλέπει πως η εξέταση των υποβαλλόμενων αιτημάτων για περιορισμό ποσού ή ποσοστού της κατάσχεσης λόγω οικονομικής αδυναμίας επαφίεται κατ’ αρχήν στην κρίση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσίας, ο οποίος δύναται να απορρίψει το υποβαλλόμενο αίτημα, ακόμα και αν συντρέχουν τα σχετικά κριτήρια, καθώς πρόκειται για «δυνατότητα» και όχι για «υποχρέωση» της Φορολογικής Διοίκησης να κάνει αποδεκτό αντίστοιχο αίτημα.
Σε κάθε περίπτωση η εξέταση των αιτημάτων πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις με κριτήρια απολύτως αντικειμενικά σχετιζόμενα με ιδιαίτερους λόγους, όπως πραγματική οικονομική αδυναμία, λόγοι υγείας, ύψος οφειλής, παλαιότητα και είδος αυτής και ποτέ επιλεκτικά χωρίς δηλαδή, να σχετίζονται με το πρόσωπο του οφειλέτη.
Μία από τις προϋποθέσεις είναι και η διαπίστωση ότι η κατασχεθείσα απαίτηση, εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλόμενη, είναι αναγκαία για τη διαβίωση του οφειλέτη (π.χ. ενοίκιο).
Αντίστοιχα για επιχειρήσεις, πρέπει να προκύπτει από επίσημα στοιχεία – έγγραφα ότι ο περιορισμός κατάσχεσης αφορά στην καταβολή μισθοδοσίας σε υπαλλήλους επιχείρησης, στη καταβολή φορολογικών υποχρεώσεων ή άλλων υποχρεώσεων που κρίνονται αναγκαίες για την βιωσιμότητα και τη συνέχιση λειτουργίας αυτής.
Ανεξαρτήτως της συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων, δύναται να εξετάζονται «εξαιρετικές περιπτώσεις», όπου ο οφειλέτης προσκομίζει έγγραφα, που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του περιορισμού της κατάσχεσης λόγω ειδικών συνθηκών, όπως ενδεικτικά αναφέρονται μακροχρόνια ανεργία χωρίς άλλες πηγές εισοδημάτων του οφειλέτη ή συζύγου, σοβαρά προβλήματα υγείας αυτού ή μελών της οικογενείας του.