Άγιος Σώστης είναι η εκκλησία που βρίσκεται πάνω στη λεωφόρο Συγγρού, κατεβαίνοντας προς το Φάληρο αριστερά, στα σύνορα Νέου Κόσμου και Ν. Σμύρνης.
Στο ορθόδοξο αγιολόγιο δεν υπάρχει άγιος με το όνομα «Σώστης». Πρόκειται για λαϊκή παραφθορά της λέξης «Σωτήρ», με την πληρέστερη ονομασία «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», σε ανάμνηση της οποίας είναι αφιερωμένος ο φερώνυμος ιερός Ναός. Συνδυάστηκε το όνομα «Σωτήρ»(=εκείνος που έχει την ιδιότητα να σώζει) και «Σώστης» από το γεγονός ότι σε εκείνη την τοποθεσία απέτυχε η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του βασιλιά Γεωργίου του Α’ στις 14 Φεβρουαρίου του 1898 και έτσι σώθηκε ο βασιλιάς και η κόρη του Άννα. Λίγοι όμως ξέρουν ότι η εκκλησία αυτή είναι από ατόφιο μέταλλο και κατά δέκα περίπου χρόνια νεότερη από τον Πύργο του Άιφελ και ότι κατασκευάσθηκαν και τα δύο αυτά μνημεία για εμπορικούς καθαρά σκοπούς, ο μεν πύργος του Άιφελ στο πεδίο του Άρεως στο Παρίσι για την παγκόσμια έκθεση του Παρισιού το 1889, το δε μνημείο του Αγίου Σώστη για την παγκόσμια έκθεση των Παρισίων του 1900.
Το μνημείο του Αγίου Σώστη (Συγγρού) μέχρι να φτάσει και να τοποθετηθεί εδώ που βρίσκεται τώρα πέρασε από μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή από το Παρίσι ως την Αθήνα. Για το έτος 1900 είχε προγραμματισθεί η Παγκόσμια Έκθεση Εμπορικών Προϊόντων στο Παρίσι. Τα εγκαίνια της παγκόσμιας έκθεσης έγιναν την 1η Απριλίου του 1900. Κάθε κράτος συμμετείχε με ένα χωριστό περίπτερο, το οποίο αναπαρίστανε κάποιο χαρακτηριστικό μνημείο ή οικοδόμημά του και λειτουργούσε περισσότερο ως χώρος μουσείου. Με το περίπτερό της κάθε χώρα προσπαθούσε να προβάλει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και παράλληλα είχε την ευκαιρία να εκθέσει κάποια πολύ ξεχωριστά και ίσως πολύτιμα αντικείμενα που την χαρακτήριζαν. Η έκθεση λειτουργούσε επτά μήνες. Ο σχεδιασμός του ελληνικού περιπτέρου ανατέθηκε στο διαπρεπή Γάλλο αρχιτέκτονα Lucien Magne. Το ελληνικό περίπτερο ήταν μια απομίμηση βυζαντινού ναού σε ρυθμό «σταυρωειδούς μετά τρούλλου». Η έκτασή του ήταν 432 τ.μ. και το βάρος του δεν ξεπερνούσε τους 150 τόνους. Ο σκελετός του ήταν φτιαγμένος από σφυρήλατο σίδηρο που έδινε στο εσωτερικό πρωτοτυπία και χάρη και μαρτυρούσε τη δεξιότητα του αρχιτέκτονα. Οι τοίχοι είχαν πάχος μόλις 0,30 μ. και ήταν φτιαγμένοι από ροδόχρωμα τούβλα, διαστάσεων 0,50Χ0,30Χ0,30μ που διακόπτονταν από οριζόντιες σειρές λεπτών τυρκουάζ κεραμικών με εμαγιέ επίστρωση, διαστάσεων 0,20Χ0,045 μ. Οι τέσσερις κεραίες που αποτελούσαν το κτίσμα συναντιόντουσαν στο κέντρο σε έναν οκταγωνικό τρούλλο. Τόσο οι κεραίες όσο και ο τρούλλος και τα τέσσερα διαμερίσματα στις γωνιές των κεραιών ήταν σκεπασμένα με κόκκινα κεραμίδια. Το φως έμπαινε από τα πολλά παράθυρα του κτίσματος. Το όλο κτίσμα δεν είχε τίποτε το εντυπωσιακό, αποσπούσε όμως εύκολα την προσοχή του επισκέπτη της έκθεσης. Η ήρεμη χάρη που ανέδιδε θύμιζε στον ξένο κάτι από την ήρεμη ομορφιά, την αρμονία, την απλότητα και τη ζεστασιά της Ελλάδας και των ανθρώπων της. Αυτό το ελληνικό περίπτερο αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Με την πρωτοβουλία του δημάρχου Αθηναίων κ. Μερκούρη το ελληνικό περίπτερο που είναι καθόλα όμοιο προς ναό βυζαντινό αποφασίσθηκε να «εγκαθιδρυθεί παρά την οδόν Φαλήρου εις την θέσιν όπου εγένετο η κατά του βασιλέως απόπειρα, θα μετασχηματισθεί δε εις ναόν του Σωτήρος» (Εφημ. ΚΑΙΡΟΙ, 4-5-1901).