Το πανεπιστημιακό άσυλο, ως θεσμός, τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί από πολλούς με την έξαρση της εγκληματικότητας στον πανεπιστημιακό χώρο. Η θέση αυτή μπορεί εύκολα να ανατραπεί, εάν σκεφτεί κανείς πως μετά τον ν. 4009/2011 (τον γνωστό και ως «νόμο Διαμαντοπούλου») με τον οποίο ο θεσμός του ασύλου καταργήθηκε, κρούσματα παραβατικότητας στις σχολές της χώρας συνεχίζουν να συμβαίνουν. Αν μη τι άλλο, αυτή η διαπίστωση μας οδηγεί στο να αποδώσουμε την αυξημένη εγκληματικότητα σε ολότελα διαφορετική βάση και ιδίως σε λόγους κοινωνικούς και οικονομικούς.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ* – iPaideia.gr
Οι συζητήσεις για το πανεπιστημιακό άσυλο ανατρέχουν στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, όπου η μειοψηφία (μεταξύ άλλων, Δ. Τσάτσος, Γ.Α. Μαγκάκης, Α. Παπανδρέου, Ε. Παπανούτσος) διατύπωσε την άποψη πως η -προστατευόμενη ήδη από το Σύνταγμα του 1975- ακαδημαϊκή ελευθερία (άρθρο 16 § 1 ισχύοντος Συντάγματος) κατοχυρώνεται ουσιαστικά και πραγματικά μόνο σε συνδυασμό με το άσυλο. Η άποψη αυτή κατά βάση οδήγησε στη ψήφιση του ν. 1286/1982, με τον οποίο και αναγνωρίστηκε το πανεπιστημιακό άσυλο.
Ο νέος νόμος (ν. 4485/2017, άρθρο 3 § 2) ορίζει ότι «επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων, καθώς και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση». Με απλά λόγια, η αστυνομία μπορεί να επεμβαίνει ελεύθερα στον πανεπιστημιακό χώρο σε κάθε περίπτωση τέλεσης εγκλήματος κατά της ζωής ή κακουργήματος. Δεν είναι δυνατή, όμως, η αυτεπάγγελτη επέμβαση στην περίπτωση τέλεσης ενός πλημμελήματος, ενός δηλαδή ελαφρότερου εγκλήματος με μικρότερη κοινωνική απαξία. Και τούτο διότι, εάν ήταν δυνατή η αυτεπάγγελτη επέμβαση της αστυνομίας και στην περίπτωση των πλημμελημάτων, κατ’ ουσία η αστυνομία θα μπορούσε πάντοτε να επεμβαίνει αυτεπάγγελτα (χωρίς άδεια των πρυτανικών αρχών), οπότε θεσμός ασύλου δεν θα υπήρχε.
Πρέπει να ξεκαθαριστεί πως η μη επιτρεπόμενη αυτεπάγγελτη επέμβαση της αστυνομίας στην περίπτωση των πλημμελημάτων (των ελαφρότερων εγκλημάτων) αφορά στο επ’ αυτοφώρω έγκλημα. Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι ένα πλημμέλημα το οποίο τελείται στον χώρο του Πανεπιστημίου δεν διώκεται. Διώκεται, τιμωρείται κανονικά, απλώς η αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει ελεύθερα (χωρίς, δηλαδή, άδεια του Πρυτανικού Συμβουλίου) στο Πανεπιστήμιο στην περίπτωση τέλεσης πλημμελήματος. Δεν συγχωρείται, συνεπώς, η διάπραξη πλημμελημάτων υπό του θεσμού του ασύλου (βλ. σχετικά ΑΠ 230/1994, ΠοινΧρ ΜΔ’/1994). Όσο δε αφορά στην εμπορία ναρκωτικών, που αποτελεί για κάποιους δήθεν επιχείρημα κατά του ασύλου, επειδή αυτή αποτελεί κακούργημα, η αστυνομία μπορεί να επεμβαίνει ελεύθερα, όταν τελούνται πράξεις διακίνησης ναρκωτικών μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο.
Σχετικά με το Πρυτανικό Συμβούλιο παρατηρείται ότι ο νέος νόμος ρυθμίζει τη δυνατότητά του να λάβει απόφαση χαλαρότερα από τον νόμο του 1982, εφόσον ο τελευταίος απαιτούσε ομοφωνία για τη λήψη απόφασης, ενώ ο νέος νόμος απαιτεί πλειοψηφία. Επιπλέον, το Πρυτανικό Συμβούλιο υπό το νέο καθεστώς συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα ακόμη και αν δεν έχει υποδειχθεί εκπρόσωπος των φοιτητών ή των διοικητικών υπαλλήλων, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάχθηκε ο Πρύτανης. Συνεπώς, καθίσταται πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν να λάβει απόφαση το Πρυτανικό Συμβούλιο και αποφεύγεται η χρονοβόρα και δυσκίνητη διαδικασία να παράσχει τη σχετική άδεια η Σύγκλητος.
Στο πρόσφατο παρελθόν, πανεπιστημιακοί παράγοντες είχαν παραδεχθεί πως υπήρχε σε γενικές γραμμές αγαστή συνεργασία με την αστυνομία, απλώς η τελευταία δεν επενέβαινε όσο χρειαζόταν ή κάποιες φορές κωλυσιεργούσε. Η αποτελεσματικότητα και η ετοιμότητα των διωκτικών αρχών είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση από το άσυλο. Άλλωστε, η αστυνομία δεν δύναται de facto να είναι πανταχού παρούσα και για αυτόν τον λόγο το Ποινικό Δίκαιο μάς επιφυλάσσει το δικαίωμα να υπερασπιζόμαστε τα θιγόμενα έννομα αγαθά μας (δικαίωμα άμυνας).
Συμπέρασμα απ’ όλα τα παραπάνω αναφερόμενα είναι πως δεν αποτελεί το άσυλο τον λόγο που οδηγεί στην έξαρση της εγκληματικότητας, συμπέρασμα που συνάγεται τόσο από την εμπειρία όσο κι από τη λειτουργία του θεσμού του ασύλου, όπως αυτή ανωτέρω εξηγήθηκε. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί εγγύηση της συνταγματικά προστατευόμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας και πρέπει να διατηρηθεί επιπλέον για λόγους ιστορικούς και συμβολικούς. Όπως είχε πει σε συνέντευξή του τον Ιούνιο του 2010 ο διακεκριμένος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, Ι. Μανωλεδάκης, «με το άσυλο, αν είχαν από την αρχή εφαρμόσει τον νόμο, δεν θα είχαμε πρόβλημα. Γιατί ο νόμος είναι σαφής: εάν είναι κακούργημα αυτόφωρο -και κακούργημα είναι η κατασκευή βομβών, μολότοφ, η διακίνηση ναρκωτικών, η βιαιοπραγία, το έγκλημα κατά της ζωής-, μπαίνει η αστυνομία χωρίς να ζητήσει την άδεια από κανέναν.[…]Αλλά αυτό που θεωρούν μερικοί, ότι αν καταργηθεί τελείως (ενν. το άσυλο) θα γίνουν όλα ωραία, είναι ανοησία». Μόνη λύση, λοιπόν, στο πρόβλημα του ασύλου είναι να εφαρμοστεί αυστηρά και από την αρχή ο νόμος.
* Ο Παντελής Μαρκούλης είναι φοιτητής του τμήματος Νομικής του Α.Π.Θ.