Οι κοινωνικές ανισότητες είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει αντοχές μέσα στον χρόνο. Υπήρχε στο παρελθόν, υπάρχει στο παρόν, και πολύ πιθανόν να υπάρχει και στο μέλλον.
Σχετικά, μία ενδιαφέρουσα μελέτη πραγματοποιήθηκε πέρυσι από το Πανεπιστήμιο της Indiana, με επικεφαλής την καθηγήτρια Jessica McCrory Calarco, η οποία έθεσε στο επίκεντρο τις κοινωνικές ανισότητες στα σχολεία, με στόχο να εξακριβώσει ακριβώς αυτό: τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές ανισότητες επηρεάζουν τη εκπαίδευση των παιδιών.
Για τον σκοπό αυτό, μελέτησε τέσσερις τάξεις παιδιών από ένα δημόσιο σχολείο ηλικίας 9 έως 12 ετών. Παρακολούθησε τις τάξεις, την αλληλεπίδραση των παιδιών με τους δασκάλους τους και πήρε συνεντεύξεις από τις οικογένειες των παιδιών.
Το σχολείο το οποίο παρακολούθησε η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Jessica Calarco έχει μαθητές από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Από πλούσια έως φτωχά παιδιά.
Το αποτέλεσμα
Κατά τη διάρκεια της μελέτης ήρθε αντιμέτωπη με το γεγονός πως παιδιά που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες είχαν περισσότερο “θάρρος” να κάνουν ερωτήσεις στους δασκάλους τους και να είναι περισσότερο ενεργά στην τάξη, σε αντίθεση με τα παιδιά κατώτερων τάξεων, καθώς τα ίδια επέλεγαν να κάθονται σιωπηλά
Ανάμεσα στα χέρια που σηκώνονται στην τάξη, ίσως εκείνα που λείπουν να λένε κάτι περισσότερο από το “δεν ξέρω την απάντηση”
Έπειτα από συζητήσεις και μίνι συνεντεύξεις με τις οικογένειες των παιδιών η καθηγήτρια Calarco έφθασε στο συμπέρασμα πως οι οικογένειες κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ωθούσαν τα παιδιά να μένουν σιωπηλά στην τάξη, γιατί θεωρούσαν ενόχληση, να ρωτάνε συνέχεια τον δάσκαλό τους.
Ενώ και οι ίδιοι δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους δασκάλους και τις ενέργειες του σχολείου διότι θεωρούσαν και σε αυτή την περίπτωση ενόχληση να απασχολούν τους εκπαιδευτικούς. Αντίθετα οι γονείς των παιδιών που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες ωθούσαν τα παιδιά να είναι ενεργά στο σχολείο, και οι ίδιοι είχαν άμεση σχέση με τα σχολικά δρώμενα.
Το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των παιδιών έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά τα οποία είναι περισσότερο ενεργά στο σχολείο, να παίρνουν περισσότερη προσοχή από τους δασκάλους, σε αντίθεση με τα σιωπηλά παιδιά, και λογικά, να διαιωνίζεται μία κατάσταση δύο ταχυτήτων, τόσο στις σχολικές αίθουσες όσο και στην κοινωνία
Η δήλωση της καθηγήτριας
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι, όσο και αν το αποσιωπούμε ορισμένες φορές, οι κοινωνικές ανισότητες είναι παντού φανερές στη ζωή μας. Και όπως δείχνει η μελέτη, καμιά φορά η κοινωνική τάξη δημιουργεί συμπεριφορές που “φροντίζει” να συνάδουν με αυτή.
Είναι και αυτό ένα μικρό λιθαράκι που βοηθάει στη διατήρηση της απόστασης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οικογένειες από τα χαμηλά στρώματα θεωρούν ενόχληση το παιδί να απασχολεί τον καθηγητή, ενώ εκείνες από τα υψηλότερα όχι. Εύλογα διερωτάται κανείς αν μπορεί να γίνει κάτι για τον τερματισμό του φαύλου κύκλου.
Σύμφωνα με την Calarco, μπορεί. Όπως δήλωσε, “τα σχολεία μπορούν να παρέμβουν για να ανακουφίσουν αυτές τις διαφορές στην προθυμία των παιδιών να ζητήσουν βοήθεια. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν τις κοινωνικές τάξεις που φέρουν τα παιδιά από το σπίτι τους στην τάξη, ενώ όλα τα παιδιά πρέπει να είναι δραστήρια και να μάθουν να αγωνίζονται”.
Άλλωστε, αν είναι ένας χώρος στον οποίο σε κανέναν δεν αρμόζει να μένει σιωπηλός, αυτός μάλλον είναι η σχολική αίθουσα. Και σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας ζουν στα όρια της φτώχειας, ελπίζουμε ότι οι μαθητές δεν ξεχνούν να παλεύουν για το αύριο, ήδη, από τα θρανία.
Αλλά και, αν το συμπέρασμα της μελέτης ισχύει, ότι οι καθηγητές και οι δάσκαλοι δεν ερμηνεύουν κάθε χαμηλομένο βλέμμα ως αδιαφορία. Ανάμεσα στα χέρια που σηκώνονται στην τάξη, ίσως εκείνα που λείπουν να λένε κάτι περισσότερο από το “δεν ξέρω την απάντηση”.
Μαρία Πιτσιδήμου