Την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE- quantitative Easing) της ΕΚΤ, ξεκόβει για άλλον ένα χρόνο και μέχρι την ολοκλήρωση των τελικών συζητήσεων της ΕΕ με το ΔΝΤ για την βιωσιμότητα του χρέους, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, όπως προκύπτει από επιστολή του προς τον ευρωβουλευτή Νίκο Χουντή (GUE, Eλλάδα).
Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζει την απόφαση του eurogroup “ένα καλό βήμα για την επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους”, σημειώνει ότι μέχρι στιγμής δεν επαρκούν τα στοιχεία ώστε η ΕΚΤ να προβεί στη δική της σχετική ανάλυση βιωσιμότητας.
Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ εξηγεί ότι απόφαση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE δεν μπορεί να ληφθεί αν δεν υπάρξουν επαρκέστερα και ολοκληρωμένα στοιχεία. Ως γνωστόν αυτό δεν θα συμβεί πριν την ολοκλήρωση του διαλόγου ΔΝΤ και EE για την απόδοση των δημοσίων οικονομικών μεγεθών της χώρας και την αντίστοιχη εφαρμογή μέτρων ελάφρυνσης χρέους, που με απόφαση του eurogroup θα συμβεί στο τέλος του προγράμματος διάσωσης το καλοκαίρι του 2018.
Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από το κείμενο της επιστολής, η Ελλάδα δεν θα ενταχθεί στο QE ως τότε, εκτός και αν κατ` εξαιρετικό γεγονός ΕΕ και ΔΝΤ επισπεύσουν τις συζητήσεις και βρουν κοινό έδαφος νωρίτερα. Τρεις κοινοτικές πηγές έχουν αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο, μιλώντας στον Τύπο στις Βρυξέλλες την τελευταία εβδομάδα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής:
“Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κύριε Χουντή, Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε ο κ. Roberto Gualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή στις 31 Μαΐου 2017. Όσον αφορά την ερώτησή σας σχετικά με το αν η ΕΚΤ έχει ολοκληρώσει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (debt sustainability analysis – DSA) και, σε περίπτωση που αυτό έχει συμβεί, ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να ολοκληρώσουν πλήρη ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους. Πράγματι, ενώ λαμβάνουμε υπόψη τις συζητήσεις στο πλαίσιο της Ευρωομάδας, οι οποίες θεωρούμε ότι αποτελούν ένα πρώτο βήμα προς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, ο βαθμός λεπτομέρειας όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση της Ευρωομάδας της 15ης Ιουνίου 2017 εξακολουθεί να μην επαρκεί για την ορθή αξιολόγηση τόσο της ποσοτικής επίδρασης των μέτρων αυτών όσο και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα εκδηλωθεί ο αντίκτυπός τους στη δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέος σύμφωνα με διάφορα σενάρια. Κατά συνέπεια, έως ότου δοθούν επαρκείς λεπτομέρειες για τα μέτρα που αφορούν το χρέος, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, στους οποίους αναφέρθηκα επίσης προσφάτως στην απάντησή μου προς το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κ. Κούλογλου.
Όσον αφορά την ερώτησή σας σχετικά με τη δυνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από την ενδεχόμενη ένταξή της στο πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αγορά τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP), θα ήθελα πρώτα να τονίσω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει ανεξαρτήτως αν και με ποιον τρόπο θα διενεργηθούν αγορές ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP με βάση τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους (μόλις καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της σχετικής ανάλυσης) όσο και άλλα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι το πρόγραμμα PSPP, το οποίο αποτελεί μέρος του διευρυμένου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού, είναι ένα μέτρο νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των κινδύνων που εγκυμονεί μια υπέρμετρα παρατεταμένη περίοδος χαμηλού πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.
Ωστόσο, το πρόγραμμα δεν έχει σχεδιαστεί για να στοχεύει στην εξέλιξη των αποδόσεων σε επιμέρους χώρες της ζώνης του ευρώ. Όσον αφορά την τελευταία ερώτησή σας σχετικά με το επιτόκιο δανεισμού που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές χωρίς να χειροτερεύσουν οι προοπτικές για το χρέος της, θα ήθελα να σας επισημάνω ότι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από το μελλοντικό επιτόκιο αλλά και από τη διαφορά του σε σχέση με τον αναμενόμενο ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας.
Η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα δημιουργούσε την ικανότητα απορρόφησης υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού χωρίς αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ουσιώδες να επανενεργοποιηθεί περαιτέρω η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής με την εφαρμογή στρατηγικής που οδηγεί σε ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών (π.χ. μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και άλλων μέτρων που απαιτούνται στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη των στόχων του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σε σχέση με τα εν λόγω δάνεια). Πρόκειται για μια σημαντική πορεία προς τη διαρκή μείωση της διαφοράς των επιτοκίων χορηγήσεων μεταξύ της Ελλάδας και της ζώνης του ευρώ η οποία θα στηρίξει την πιστωτική επέκταση στην ελληνική οικονομία”.