Σημαντικές ανατροπές, με αυξομειώσεις στο ύψος των εισφορών και κατά συνέπεια των μισθών αλλά και των μελλοντικών τους συντάξεων βλέπουν από την αρχή του χρόνου χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, εξαιτίας της ένταξής τους στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ.
Όπως προκύπτει από την εγκύκλιο των συναρμόδιων υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών, και στην περίπτωση των εισφορών για επικούρηση και εφάπαξ, άλλαξε από την 1η Ιανουαρίου 2017 η βάση υπολογισμού των εισφορών, τόσο για τους λεγόμενους παλαιούς ασφαλισμένους (που ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά έως το 1992), όσο και για τους νέους (που πρωτοασφαλίστηκαν από το 1993 και μετά).
Να σημειωθεί εδώ ότι η αλλαγή στη βάση υπολογισμού των εισφορών συμπαρασύρει και το ύψος των μελλοντικών συντάξεων, καθώς είναι ξεκάθαρο και από τη σχετική εγκύκλιο ότι ως συντάξιμες αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη, θεωρούνται οι αποδοχές επί των οποίων καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές.
Ειδικά για τα εφάπαξ, η νέα βάση υπολογισμού των εισφορών 4% οδηγεί σε μειωμένο κατά 10% με 15% εφάπαξ όλους τους νέους ασφαλισμένους. Η ανατροπή εκτιμάται ότι αφορά περίπου 250.000 δημόσιους υπαλλήλους που θα συνταξιοδοτηθούν την επόμενη 15ετία και θα δικαιούνται τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος.
Αναλυτικά, στις περισσότερες περιπτώσεις των παλαιών ασφαλισμένων ήδη υπάρχει έμμεση μείωση μισθών, καθώς οι εισφορές -αλλά και οι συντάξιμες αποδοχές- υπολογίζονται όχι επί του μισθολογίου όπως αυτό είχε καθοριστεί το 2011, αλλά επί του νέου μισθολογίου, στο οποίο προστίθεται το καταβαλλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης, καθώς και το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (ισχύει για τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ).
Αντίστοιχα, για τους νέους ασφαλισμένους, οι εισφορές είναι χαμηλότερες, όπως χαμηλότερες θα είναι και οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις. Και αυτό γιατί οι εισφορές 7% (3,5% για τους εργαζόμενους και 3,5% για το κράτος – εργοδότη) καταβάλλονται επί του βασικού μισθού και κάποιων επιδομάτων (όχι όλων), όπως τα οικογενειακά, το καταβαλλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης, το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και το επίδομα απομακρυσμένων – παραμεθόριων περιοχών.
Όπως και στην περίπτωση των εισφορών κύριας ασφάλισης, έτσι και οι εισφορές για επικούρηση δεν υπολογίζονται σε τυχόν αποδοχές – αποζημιώσεις από υπερωριακή απασχόληση ή από συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας.
Στην περίπτωση του εφάπαξ για τους παλαιούς ασφαλισμένους δημόσιους υπαλλήλους δεν επέρχονται αλλαγές, καθώς εξακολουθούν να ισχύουν όσα ορίζουν οι επιμέρους καταστατικές διατάξεις των ταμείων πρόνοιας που εντάχθηκαν στο υπερ-επικουρικό ΕΤΕΑΕΠ. Επομένως συνεχίζεται να κρατείται το 4% επί του Βασικού Μισθού και του Επιδόματος Χρόνου Υπηρεσίας.
Για τους νέους ασφαλισμένους, οι μειώσεις στο εισόδημα βάσει του οποίου υπολογίζεται η εισφορά φέρνουν μειώσεις και τη μελλοντική παροχή. Και αυτό γιατί ως βάση υπολογισμού του εφάπαξ νοούνται οι αποδοχές επί των οποίων καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή:
α. ο βασικός μισθός και
β. τα επιδόματα και οι παροχές όπως επίδομα οικογενειακής παροχής, καταβαλλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης, επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, ανεξαρτήτως εάν έχουν ενταχθεί στο καθεστώς ΒΑΕ, και το επίδομα απομακρυσμένων-παραμεθορίων περιοχών.
Για τους υπαλλήλους που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και υπάγονταν στον τ. Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, προβλέπονται τα εξής:
Για τους «παλαιούς ασφαλισμένους», για το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών συνεχίζεται να γίνεται κράτηση ποσοστού ύψους 4% επί του Βασικού Μισθού και του Επιδόματος Χρόνου Υπηρεσίας.
Το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των «νέων ασφαλισμένων», από 1/1/2017 ορίζεται σε ποσοστό 4% και υπολογίζεται επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους, όπως προσδιορίζονται και στους υπόλοιπους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 38 του ν.4387/2016).