Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.

 
 Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απέφευγαν να περνούν απ’ εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το φοβερό θηρίο.
Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών.
Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνει το παιδί του για να το τρώγει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθει η σειρά της».
Έτσι λοιπόν ο λαός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν ημπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε:
«Αλλοίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατο μου παιδί; Τον χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατον που πρόκειται να δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο που σε λίγο θα νοιώσεις καθώς θα σε κατασπαράζει το άγριο θηρίο;
Αλλοίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα εόρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακρυά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;»
Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε:
«Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρη. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της».
Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς την συνόδευε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την καταφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη.
Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήτο κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού.
Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμο που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανόν. Κατ’ οικονομία Θεού πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίσει τον ίππο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος.
Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο την πλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη.
Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύσει τον ίππο του και να φύγει όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος».
Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγηση, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτήν την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην θανατωθείς μαζί μου άδικα».
Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλιώς θ’ αποθάνω μαζί σου».
Τότε η κόρη στέναξε πικρώς και διηγηθεί στον άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρη: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν θεό πιστεύουν;»
Και εκείνη αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστό που πιστεύω εγώ και θα δεις την δύναμιν του Θεού μου».
Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιο: Πιστεύω, κύριέ μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε:
«Έχε θάρρος στο θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας:
«Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες.
Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβει ούτε λόγος να ερμηνεύσει επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ τον ταπεινόν και φανέρωσέ μου τα ελέη σου.
Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρόν αυτό θηρίον, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ηκούσθη φωνή από τον ουρανό η οποία έλεγε:
«Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή ο Άγιος φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονο μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήτο το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερό.
Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομά Σου το Άγιο».
Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαρά.
Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ’ αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον.
Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένο, ετράπησαν σε φυγή. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει.
Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε.
Έπειτα αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιοχείας τον Επίσκοπο Αλέξανδρον και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ’ ονόματι του τρισυπόστατου Θεού. Ο επήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο Βήμα και προσευχήθηκε βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.