Όλοι σίγουρα έχουμε διαβάσει και γνωρίζουμε καλά για τα ιστορικά γεγονότα του 1821. Περισσότερα -όπως είναι λογικό- θα γνωρίζουμε για τον πυρήνα της εξέγερσης, τον Μοριά τη Ρούμελη ή τα νησιά. Τι συνέβαινε όμως το ίδιο διάστημα στη Μακεδονία; πως βίωσε ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής το γεγονός;Ας διαβάσουμε πως εξιστορεί ο Mark Mazower στο εκπληκτικό βιβλίο του "Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων" το ιστορικό πλαίσιο των χρόνων αυτών.
1821 Καπάνι Θεσσαλονίκη |
Ξεσηκωμός και καταστολή: Οι σφαγές του 1821Όταν ξέσπασε η ελληνική εξέγερση το 1821 -βορείως (στις παραδουνάβιες ηγεμονίες) και νοτίως (στην Πελοπόννησο) της Θεσσαλονίκης-, πατριωτικά στοιχεία ξεσηκώθηκαν και στη Μακεδονία. Ο οθωμανικός στρατός τούς κατέστειλε γρήγορα, και οι συνέπειες ήταν καταστροφικές: κάηκαν χωριά, ξεπατώθηκαν χωράφια και ξεριζώθηκαν οικογένειες. Μέσα στην ίδια την πόλη η εξέγερση ανέκοψε απότομα την ελληνική αναβίωση· οι σφαγές και οι εξορίες ρήμαξαν τις πιο εύπορες και πετυχημένες χριστιανικές οικογένειες. Ήταν ένα χτύπημα απ’ το οποίο δε συνήλθαν πλήρως για όλο τον υπόλοιπο αιώνα.
Γυναίκες της Νάουσας ρίχνονται στην Αραπίτσα Απρίλιος 1822. Διόραμα, έργο Γ. Ανεμογιάννη |
Η καλύτερη περιγραφή που διαθέτουμε για τον ξεσηκωμό και την τραχιά αντίδραση των Οθωμανών μάς έρχεται από την πιο αναπάντεχη πηγή. Ο εικοσιοκτάχρονος Χαϊρουλάχ ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς ήταν μουλάς της πόλης το 1820, και κατηγορήθηκε απ’ ορισμένους για φιλελληνικές τάσεις. Όταν ξέσπασε η εξέγερση, απολύθηκε από τη θέση του και φυλακίστηκε για λίγο.Αργότερα, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, έκανε κάτι το ασυνήθιστο: κλονισμένος από τα όσα είχε δει, έγραψε ένα υπόμνημα προς το σουλτάνο· η αφήγηση αυτή -μοναδική στην ουσία προσωπική μαρτυρία ενός Μουσουλμάνου αξιωματούχου για οποιαδήποτε πλευρά της ζωής στη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής εποχής-καταχωνιάστηκε στα αρχεία του ανακτόρου Τοπ Καπί, όπου μάζευε σκόνη για περισσότερο από έναν αιώνα στη βασιλική βιβλιοθήκη, ώσπου την ανακάλυψε ένας Έλληνας μελετητής το 1940.Ο Χάίρουλάχ Εφέντης ξεκινά την έκθεσή του με τις συνήθεις ευγενικές δηλώσεις προσωπικής αναξιότητας· απολογείται για την αμάθειά του και αναρωτιέται αν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχουν απ’ αυτόν:Όταν λοιπόν ο πιστός δούλος της Εξοχότητάς σου και ισχυρός αφέντης μου, ο Χαλέτ Εφέντης, μου μεταβίβασε την προσταγή σου ν’ αναχωρήσω για τη θεοφύλαχτη πόλη της Θεσσαλονίκης και να αναλάβω εκεί το υψηλό αξίωμα του μουλά, αναμέτρησα το βάρος της ευθύνης που θα είχα σ’ αυτή τη θέση για την οποία με είχες κρίνει άξιο, αξιολόγησα τις ικανάτητές μου, και είδα ότι με τη βοήθεια του Αλάχ και έχοντας για αλάνθαστο οδηγό τους ιερούς και άγιους Νόμους της πίστης μας, θα κατάφερνα να φανώ άξιος της αποστολής μου, και ετοιμάστηκα για το μακρινό μου ταξίδι. Έτσι, στα μέσα του μήνα Ράμπι ουλ Αχίρ του έτους Εγίρας 1235 [Αύγουστος 1820] αναχώρησα για το πόστο μου, και μετά από αρκετά δύσκολο ταξίδι κάμποσων ημερών έφτασα, στις 8του Τζουμάδααλ Αουάλ [Σεπτέμβρης 1820], στη Θεσσαλονίκη.O συγγραφέας περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις από την πόλη -«Θεέ, πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή μου!»- και εγκωμιάζει με τον συμβατικό τρόπο τον πλούτο και την ευμάρειά της. «Η Εξοχότητά σου μπορεί να είναι περήφανη που ,ανάμεσα σε τόσο πολλές πόλεις που είναι δικές Της, υπάρχει και η Θεσσαλονίκη". Τα τζαμιά, τους τεκέδες, τις αγορές και τις οχυρώσεις, τα βρίσκει όλα αξιέπαινα: «Λένε πως η δόξα μιας πολιτείας και η δύναμή της εξαρτιέται από τον αριθμό των τζαμιών της. Αν αυτό αληθεύει -και στ’ αλήθεια πρόκειται για σοφή ρήση-, τότε η Θεσσαλονίκη είναι μια από τις ισχυρότερες πόλεις Σου, αν όχι η ισχυρότερη». Στο γνωστό πνεύμα της υπερβολής, ο Χαϊρουλάχ Εφέντης συνεχίζει και εκτιμά αναληθοφανώς τον αριθμό των τζαμιών στα εβδομήντα, τους δε κατοίκους στις εκατό χιλιάδες.
Ο Μακεδόνας Κλεφταρματολός Νικοτσάρας |
Σύντομα όμως η πολιτική και οι προβληματισμοί της περιόδου παρεισφρέουν στη φαινομενικά τυποποιημένη αυτή εξιστόρηση. Περιγράφοντας τον Δεσπότ-εφέντη -τον Έλληνα μητροπολίτη-, που ποίμαινε τους «απίστους», και τις εκκλησίες και τα σχολεία της περιοχής ευθύνης του, αναφέρεται στην κύρια εκκλησία «που την ονομάζουν Μηνά Εφέντη [Άγιο Μηνά] και που στα κελιά της μαζεύονται όλοι οι Χριστιανοί πρόκριτοι και συζητούν για το Πατριαρχείο, το Φανάρι και την Πελοπόννησο». Ο αναβρασμός στις τάξεις των Ελλήνων ήταν όλο και πιο φανερός. «Μάλιστα την ημέρα που έφτασα και πήγα στο Κονάκι είχαν παρουσιάσει στον Γιουσούφ Μπέη ένα μεσόκοπο άπιστο, τον Μεστανέ Εφέντη, γιατί -λένε- δίδασκε στα παιδιά ένα τραγούδι γραμμένο από έναν άπιστο από τη Θεσσαλία, που η Μεγαλοσύνη Σου το είχε καταδικάσει μ’ ένα προηγούμενο φιρμάνι και απαγορεύσει». [Αυτό ήταν σχεδόν σίγουρα ο επαναστατικός Θούριος του Έλληνα προπαγανδιστή Ρήγα Φεραίου, που λόγω της εκτέλεσής του από τους Αυστριακούς είχε γίνει δημοφιλής στους Ορθοδόξους.]Εξίσου κακό, αν όχι χειρότερο, συνέχιζε, ήταν το ότι οι Έλληνες της πόλης χτυπούσαν τις καμπάνες τους, κυκλοφορούσαν στους δρόμους καβάλα στ’ άλογα, φορούσαν ωραία ρούχα και δεν κατέβαιναν από το πεζοδρόμιο όταν διασταυρώνονταν με Μουσουλμάνο. Σ’ εμάς αυτό δείχνει πόση μη μουσουλμανική επιρροή υπήρχε εκεί- για τον Χαϊρουλάχ αποτελούσε σοκαριστικά τολμηρή συμπεριφορά, που στην Κωνσταντινούπολη δε θα γινόταν ανεκτή· δεδομένου ότι υπήρχε σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα, μπορούσε να εξηγηθεί μόνο με βάση τη διαφθορά των τοπικών αστυνομικών αρχών.Παρά την έντονη ωστόσο δυσαρέσκειά του από την αλαζονεία των απίστων ο Χαϊρουλάχ δε θεωρούσε τον εαυτό του «πολέμιο των γκιαούρηδων»· τον όρο αυτό τον κρατούσε για τον σπάταλο βοηθό του πασά, τον διαβόητο Γιουσούφ Μπέη, που τον χαρακτήρισε και ως «τραχύ και τυραννικό», έναν άντρα ο οποίος ενέπνεε τέτοιο φόβο στο μουφτή και στον γενιτσαρί αγά ώστε, όταν ήταν παρών, αυτοί κάθονταν ήσυχα-ήσυχα με τα δάχτυλα πλεγμένα. Τον πατέρα του Γιουσούφ Μπέη, τον Ισμαήλ Μπέη των Σερρών, ο Λίικ τον είχε περιγράφει σαν «έναν από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους υπηκόους του σουλτάνου, αν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε υπήκοο, αφού είναι απόλυτος εδώ και υπακούει μόνο σε όσες διαταγές του σουλτάνου νομίζει αυτός καλές, πάντα με μια μεγάλη υπόκλιση υποταγής». Ο Ισμαήλ Μπέης είχε πλουτίσει χάρη στο ανθηρότατο εμπόριο μπαμπακιού- τώρα είχε αποσυρθεί και ζούσε ήσυχα, με το γιο του να ασκεί σχεδόν ανεξέλεγκτη εξουσία στην πόλη. Ο Χαϊρουλάχ -σύμφωνα με τη δική του αφήγηση- τόλμησε να του αντιβγεί στην πρώτη τους συνάντηση. Όταν ο Γιουσούφ Μπέης προειδοποίησε ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν κι ότι έπρεπε να τους χτυπήσουν χωρίς έλεος, ο Χαϊρουλάχ διαμαρτυρήθηκε: «Θεέ μου! Ποιος θα τολμούσε να στραφεί ενάντια στη δίκαιη εξουσία και δύναμή Σου; Αντί να τους τυραννάμε καλύτερα ας τους φερθούμε σαν σε φίλους, ώστε να νιώσουν ευγνωμοσύνη απέναντι μας και να μην παραπονιούνται».
Ο Λευκός Πύργος 1912 |
Στη Θεσσαλονίκη, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τους προϊσταμένους του Γιουσούφ Μπέη ήταν πώς θα ασφαλίσουν την πόλη. Ταυτόχρονα, είχαν εμπλακεί σε μια απαιτητική εκστρατεία πίσω από την Πίνδο με στόχο την εξόντωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος φάνταζε τότε σαν πολύ σοβαρότερος εχθρός. Ακόμα και μετά τις σφαγές η ελληνική απειλή τούς ανησυχούσε, κι έτσι στάλθηκαν στην πόλη ενισχύσεις από την πρωτεύουσα και τη Μικρά Ασία. Το Μάρτη του 1822 ένας άλλος πασάς, ο Μεχμέτ Εμίν Αμπντούλ Αμπούντ -ένας Σύριος με «ενεργητικό και κάποτε βίαιο» χαρακτήρα- διέταξε νέα κινητοποίηση: τα οχυρά της πόλης επιθεωρήθηκαν και κάποιοι σύντομοι σηκωμοί στη Χαλκιδική και στη Θάσο καταπνίγηκαν αμέσως. Στα βουνά του Ολύμπου και στη θάλασσα ο αγώνας βάστηξε περισσότερο- μα ο Αλή Πασάς νικήθηκε τελικά και σκοτώθηκε, και οι δυνάμεις του Αμπντούλ Αμπούντ ξαναπήραν την πόλη της Νάουσας, που την κρατούσαν ως τότε οι Έλληνες εξεγερμένοι. Όταν τελείωσαν όλα, τα λάφυρα που είχαν διαρπαγεί από τα σπίτια των Ελλήνων πουλήθηκαν και τα κομμένα κεφάλια των έγκριτων Χριστιανών στόλισαν τα κονάκια των κυριότερων μπέηδων και τις δυτικές πύλες της πόλης. Καραβάνια Ελλήνων αιχμαλώτων βγήκαν στο σφυρί στο Μπόσνακ Χάνι, ενώ άλλοι στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, της Τρίπολης και της Βεγγάζης: δέκα χρόνια αργότερα Βρετανοί αξιωματούχοι προσπαθούσαν ακόμη να τους εντοπίσουν και να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Δεν είναι περίεργο που όσοι Έλληνες επέζησαν πίστευαν πραγματικά πως οι Τούρκοι σχέδιαζαν να τους σκοτώσουν ή να τους φέρουν σε κατάσταση «δουλείας μέσ’ εττό την ολοκληρωτική καταστροφή της περιουσίας τους». Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο Μποτί, το «σύστημα καταλήστευσης» του Αμπντούλ Αμπούντ αντανακλούσε τη θεωρία του ότι οι Έλληνες είχαν εμπνευστεί τον αγώνα τους για ελευθερία από «την αύξηση του πλούτου και την προκοπή τους και από την εξαιρετική επιρροή που είχαν αρχίσει ν’ ασκούν στις τουρκικές υποθέσεις».Αλλά το οθωμανικό κράτος δεν είχε κανένα μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξοντώσει τους Έλληνες ή να τους κάνει φτωχούς. Αντιθέτως, χρειαζόταν το εμπορικό τους δαιμόνιο καθώς και τη στήριξή τους κάθε φορά που αποφάσιζε να δαμάσει τους πάντοτε ταραξίες Αλβανούς. Η πολιτική του τρόμου γινόταν όλο και πιο αναπαραγωγική, σταματώντας την οικονομική ζωή και αλαφιάζοντας επίσης τους μη Έλληνες, καθώς απλωνόταν προς τα έξω. Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι είχαν περιέλθει σε «βαθύτατη εξαθλίωση, αγανάκτηση και απόγνωση». «Ο πιο ζωηρός και γενικευμένος αναβρασμός υπάρχει στις τάξεις των Τούρκων της πόλης», έγραφε ο Γάλλος πρόξενος, «οι οποίοι είδαν τον Μεχμέτ Πασά και τους Άραβες να ξεφτιλίζουν καθημερινά την αυτοεκτίμησή τους και να καταστρέφουν το βιοπορισμό τους». Βλέπουμε εδώ κάποια ψήγματα αντιπάθειας μεταξύ Τούρκων και Αράβων που σπάνια αποτυπώνονται στα γραπτά τεκμήρια. Η είδηση, τον Αύγουστο του 1823, ότι ο Αμπντούλ Αμπούντ διορίστηκε, αλλού χαιρετίστηκε με «έκπληξη και υπέρτατη χαρά». Ο αντικαταστάτης του, ο Ιμπράίμ Πασάς, χαιρέτισε τους Έλληνες προκρίτους με «αβρότητα». «Θα νόμιζε κανείς πως έχουμε μεταφερθεί σε άλλη χώρα και περιτριγυριζόμαστε από άλλους ανθρώπους», σημείωσε ο Μποτί. Με δεδομένο ότι τη στιγμή εκείνη ο πόλεμος με τους Έλληνες εξεγερμένους βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ότι Έλληνες πειρατές είχαν αποκλείσει την πρόσβαση στον Κόλπο και ότι η ενδοχώρα ήταν και αυτή μη ασφαλής, η συμπεριφορά του αυτή πρόδιδε εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση. Το Γενάρη του 1824 όλοι οι μη κάτοικοι διατάχθηκαν να φύγουν μέσα σε τρεις μέρες, μετά από αναφορές ότι ένοπλοι επαναστάτες είχαν διεισδύσει στην πόλη· δυο χρόνια αργότερα, πειρατές κατάφεραν σχεδόν να χτυπήσουν με τα κανόνια τους την αποθήκη πυρομαχικών του Τοπ Χανέ, που, αν είχε τιναχτεί στον αέρα, θα ’χε πάρει μαζί της μεγάλο μέρος του Φραγκομαχαλά. Οι μνήμες όμως των σφαγών του 1821 ήταν ακόμα ζωηρές, κι έτσι τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες της πόλης δεν έδειξαν διάθεση να προκαλέσουν κι άλλες συγκρούσεις.