Στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών βρέθηκε το Σάββατο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους να βρίσκεται στο επίκεντρο της ομιλίας του.
«H Τράπεζα της Ελλάδος παροτρύνει την κυβέρνηση να κλείσει την αξιολόγηση χθες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και προειδοποίησε « Όσο πιο πολύ καθυστερούμε, τόσο γίνονται πιο επισφαλείς οι θετικές προβλέψεις για κατανάλωση, επενδύσεις».
«Χρειαζόμαστε μόνο μια μικρή ώθηση στο χρέος» υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ και περιέγραψε ένα σενάριο το οποίο κρατά τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Το σενάριο αυτό, προβλέπει εξομάλυνση των τόκων και μείωση του στόχου των δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Αποστολή στους Δελφούς
Ο κ. Στουρνάρας μίλησε για το φαινόμενο χιονοστιβάδας, το οποίο εκδηλώθηκε στα χρόνια της κρίσης αυξάνοντας σημαντικά την ονομαστική τιμή του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία, παρατηρώντας ότι εξαίρεση αποτέλεσε το 2012 όταν το PSI επηρέασε σημαντικά το ΑΕΠ, με πτώση της τάξεως του -35,6%.
Ο κ. Στουρνάρας παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία αναμένεται να παρουσιαστούν ισχυρές τιμές ανάπτυξης στο άμεσο και στο προσεχές χρονικό διάστημα καθώς όπως ανέφερε θα κλείσει η ψαλίδα του ΑΕΠ. Μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται λόγω της αύξησης της απασχόλησης το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία παρουσίασε ο Γιάννης Στουρνάρας, αναμένεται ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,7% για το 2017 και κατά 3,1% για το 2018.
Με βάση τα ίδια στοιχεία η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,6% το 2017 και κατά 1,6% το 2018, ενώ η δημόσια κατανάλωση κατά 0,2% το 2017. Μηδενική θα είναι το 2018 με το ποσοστό να υπολογίζεται στο 0%.
Σε ό,τι αφορά στις εξαγωγές σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κύριος Στουρνάρας, θα κινηθούν αυξητικά στα επίπεδα του 3,9% για το 2017 και του 4,7% για το 2018. Αντίστοιχα οι εισαγωγές θα κινηθούν στα επίπεδα του 3,2% για το 2017 και του 4,2% για το 2018.
Ο ίδιος επισήμανε ότι πρέπει να αλλάξει η φοροκεντρική κατεύθυνση του οικονομικού συστήματος. Όπως επισήμανε, στόχος της φορολογίας μετά το 2021 πρέπει να είναι η μείωση από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ συνδυασμένη με δομικές μεταρρυθμίσεις και μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους προς ΑΕΠ.
Αναφερόμενος στα μέτρα, ανέφερε ήδη κάποια από αυτά συμφωνήθηκαν στο Εurogroup στις 5 Δεκεμβρίου του 2016 καθώς και μεσομακροπρόθεσμα μέτρα επεκτείνοντας τη διάρκεια του δανείου ή καταστώντας ευνοϊκότερα τα επιτόκια.
Σύμφωνα με τον κύριο Στουρνάρα τα σημαντικότερα επιχειρήματα για τη μείωση του χρέους είναι:
Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα.
Επίσης, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Συν τοις άλλοις, δεδομένου ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος: Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει).