Η ετεροφωνία είναι γενικώς θετική, όταν αφορά εις ζητήματα κοινής συνεννοήσεως, ώστε να εξευρεθή η καλυτέρα γνώμη. Όταν αυτή όμως αφορά εις θεμελιώδη και παραδεδομένα ζητήματα αντί να διευκολύνη προκαλεί σύγχυσιν. Αυτό συμβαίνει εις το τελευταίον τεύχος 140 του περιοδικού «Σύναξη». Το τεύχος με το προλογικόν σημείωμα του κ. Αθ. Παπαθανασίου και την συμβολήν των Στ. Γιαγκάζογλου, π. Ν. Λουδοβίκου, π. Δ. Μπαθρέλου, Β. Σταθοκώστα και Χ. Σταμούλη αποπειράται μία αποτίμησις της Συνάξεως του Κολυμβαρίου.
Αι τοποθετήσεις ωστόσο αντιμάχονται αλλήλας. Δεν θα ασχοληθώμεν εκτενώς με όσα γράφονται παρά μόνον με τας καταφανείς αντιφάσεις όχι δια λόγους υποτιμήσεως, αλλά με οδύνην δια το ότι απουσιάζει ο διάλογος και απλώς κατατίθενται έτοιμοι μονόλογοι.
Ο κ. Παπαθανασίου γράφει: «Το να μπορέσουν να συναχθούν οι Ορθόδοξοι είναι πρώτα απ’ όλα γεγονός χαράς». Συνήχθησαν οι Ορθόδοξοι η κάποιοι μεμονωμένοι Επίσκοποι; Ο κ. Γιαγκάζογλου ομολογεί ότι υπήρξε «συμμετοχή επισκόπων, οι οποίοι δεν εκπροσωπούν το πλήρωμα της τοπικής τους Εκκλησίας» και ο π. Δημήτριος ότι «οι ευχαριστιακές κοινότητες, πρεσβύτεροι και λαός, παρέμειναν κατά κανόνα αμέτοχοι στα τεκταινόμενα… οι επίσκοποι συμμετείχαν στη Σύνοδο περισσότερο ως «άτομα» και λιγότερο ως ποιμένες των ευχαριστιακών τους κοινοτήτων».
Ο κ. Παπαθανασίου γράφει: «κέρδος μπορεί να αποβεί ακόμη και το ότι από διάφορες πρωτοβουλίες υποβλήθηκαν… προτάσεις, έστω κι αν η Συνοδος τελικά δεν άντεξε να αναμετρηθεί μαζί τους». Δεν «άντεξε» η δεν ήθελε; Ο π. Νικόλαος έχει την άποψιν ότι «ο,τιδήποτε προτάθηκε από τον ακαδημαϊκό θεολογικό κόσμο προ της Συνόδου αφανίσθηκε μέσα στις αστραπιαίως διεξαχθείσες συνεδρίες της… η Σύνοδος έδωσε την εντύπωση… μιας αβαθούς θεολογικής απόφανσης, που αγνοεί και θέλει να αγνοεί τάσεις, γνώμες, ενστάσεις, κριτικές, αλλά και εμπνεύσεις και προτάσεις».
Ο κ. Παπαθανασίου μνημονεύει τμήμα της εναρκτηρίου ομιλίας του Αρχιεπ. Αλβανίας και σημειώνει με έμφασιν ότι η αντιπροσωπία του περιελάμβανε δύο γυναίκας. Αν υπάρχουν γυναίκες είναι το σημαντικόν η αν επελέγησαν τα κατάλληλα πρόσωπα; Σημειώνει ο π. Νικόλαος ότι ούτε ειδικοί «εκλήθησαν να ομιλήσουν, έστω ακροθιγώς, για τα «προαποφασισθέντα», από ολιγίστους, και συχνά μη-ειδικούς, «αντιπροσώπους»… Μήπως και η αντιπροσωπία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν περιελάμβανε δύο γυναίκας, την Καθηγ. της Ι. Μ. Χρυσοπηγής και την κ. Ελισάβετ Προδρόμου, γνωστήν και δια την συνεργασίαν της με την CIA των ΗΠΑ; Οι άλλοι αρθρογράφοι, που προφανώς γνωρίζουν αυτό -όπως επίσης ότι όπισθεν των προσώπων υπάρχει η πολιτική σκοπιμότης- ευκαίρως ακαίρως δεν αποφεύγουν τας αναλόγους επισημάνσεις. Ο κ. Γιαγκάζογλου ότι «η απουσία της Ρωσίας…επιβεβαίωσε έμπρακτα…. τον αναδυόμενο εθνικιστικό η γεωπολιτικό ανταγωνισμό». Ο π. Νικόλαος ότι «πρέπει να συνειδητοποιηθεί πως η αποδοχή δεν επιτυγχάνεται μέσω πιέσεων η πολιτικών συναλλαγών… δεν είμαι ειδικός στην εκκλησιαστική πολιτική, αλλά δεν αγνοώ πως διαδραματίζονται και πολιτικά παίγνια στις περιπτώσεις αυτές». Ενώ ο π. Δημήτριος θεωρεί «πολύτιμη την διασάφηση (ενν. εις την Εγκύκλιον του Κολυμβαρίου) ότι η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι «ουσιαστικώς πολιτική», το οποίον πρέπει να συνεκτιμηθή καταλλήλως με τα παραπάνω έστω και αν αναφέρεται με διαφορετικό νόημα στην πολιτική. Μήπως λοιπόν το ρητόν που αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου ότι «η Εκκλησία δεν είναι εξουσία, είναι διακονία» δεν αφορά μόνον μίαν μερίδα, αλλά πολλοί περισσοτέρους;
Όσον αφορά εις το εάν συνεζητήθηκαν τα θέματα του Κολυμβαρίου η όχι υπάρχει επίσης διχογνωμία. Ο κ. Γιαγκάζογλου καταθέτει την άποψιν ότι «πρόκειται για θέματα που άρχισαν να συζητούνται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ύστερα από αλλεπάλληλες πανορθόδοξες συνδιασκέψεις αποτέλεσαν τα τελικά και επίσημα κείμενα των αποφάσεων…». Η κ. Σταθοκώστα στοιχουμένη εις την ιδίαν γραμμήν ισχυρίζεται ότι «τα κείμενα ήταν στη διάθεση των ενδιαφερομένων ήδη από τη δεκαετία του ’70 και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνταξης και της επεξεργασίας τους μέχρι πρόσφατα… δημοσιεύονταν σε θεολογικά περιοδικά και εκδίδονταν από τις ειδικές εκδόσεις του Σαμπεζύ, συζητιούνταν και διδάσκονταν στις Θεολογικές Σχολές… δημοσιοποιήθηκαν και στο διαδίκτυο… διατέθηκαν στα βιβλιοπωλεία κ.λπ.». Ο π. Νικόλαος υποστηρίζει ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο «στην αχανή διάρκεια της τελευταίας εκατονταετίας, μέσω αποσπασματικών και αδημοσιεύτων προσυνοδικών αποφάσεων, οι οποίες μάλιστα «επικαιροποιήθηκαν» τελευταίως, με πλήρη άγνοια πάντων, κληρικών τε και λαϊκών, ειδικών τε και αδαών». Περαιτέρω ο π. Δημήτριος προσθέτει ότι «η απαίτηση ομοφωνίας για τα πάντα κατέστησε τη συζήτηση (ενν. εις το Κολυμβάρι) επί σημαντικών αλλά αμφιλεγομένων θεμάτων αδύνατη».
Σχετικώς με τας διαχριστιανικάς σχέσεις και την φράσι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν…» ο κ. Γιαγκάζογλου ισχυρίζεται ότι «η σύλληψη της διατύπωσης αυτής υπονοεί ότι άλλο πράγμα είναι η ιστορική ύπαρξη και άλλο η ιστορική ονομασία. Η Ρωμαιοκαθολική δεν είναι –έστω και σε κατάσταση σχίσματος η διαίρεσης- αλλά απλώς ονομάζεται Εκκλησία. Το όλο ζήτημα δείχνει να αποτελεί μία συμβολική απλώς υπόμνηση ότι πέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υφίστανται άλλες Εκκλησίες… η επιμονή να αναγνωριστεί η ιστορική ονομασία και όχι η ιστορική ύπαρξη μοιάζει ως μία επάνοδος του νομιναλισμού, ως ηθελημένη άρνηση μιας ιστορικής πραγματικότητας». Παρομοία είναι η θέσις του κ. Σταμούλη ότι πρόκειται δια «μία αλλαγή, που έχω την αίσθηση ότι συνιστά πισωγύρισμα από τα κεκτημένα τολμήματα του παρελθόντος» και αναφέρει ότι ο π. Γ. Φλωρόφσκυ όπως και ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ εδέχοντο ύπαρξιν χάριτος τουλάχιστον εις τους Παπικούς. Εντελώς αντίθετον άποψιν έχει η κ. Σταθοκώστα: «η καινούρια διατύπωση (ενν. ιστορική ονομασία) μάλλον δεν διαφέρει επί της ουσίας από την προηγουμένη (ενν. ιστορικήν ύπαρξιν) ούτε, βέβαια, την ακυρώνει. Πράγματι, οι ιστορικές ονομασίες αποδίδονται σε οντότητες εντός της ιστορίας».
Τι προσέφεραν αι αποφάσεις; Η κ. Σταθοκώστα πιστεύει ότι το Κολυμβάρι «έλαβε υπόψη τα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας, τοποθετήθηκε απέναντι σε αυτά καταθέτοντας τη μαρτυρία της για τη ζωή και τον κόσμο… και επικαιροποιήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι» αντιθέτως προς τον π. Νικόλαον, ο οποίος ευθαρσώς λέγει ότι «τα κείμενα αυτά ολίγον απαντούν στα πραγματικά προβλήματα της Εκκλησίας σήμερα» και προς τον π. Δημήτριον, ο οποίος υποστηρίζει ότι η σύναξις του Κολυμβαρίου «συζήτησε μόνο έξι θέματα, και για κάποια από αυτά δεν είχε σχεδόν τίποτα καινούριο να πει».
Αι προσδοκίαι περί της συνοδικότητος του κ. Γιαγκάζογλου εκτείνονται εις το να «ελπίζουμε και αναμένουμε να επανεκκινήσει (ενν. το Κολυμβάρι) τη συνοδικότητα σε πανορθόδοξο επίπεδο στον 21ο αιώνα με νέες μορφές συνοδικών διαδικασιών», δηλαδή επιθυμεί την επανάληψιν του Κολυμβαρίου υπό τας αντικανονικάς προϋποθέσεις με τας οποίας αυτό συνεκλήθη. Αντιθέτως ο π. Νικόλαος εμμένει εις την παραδοσιακήν άποψιν ότι «στην μεγάλη Σύνοδο παρίστανται υποχρεωτικώς όλοι ανεξαιρέτως οι επαρχιούχοι επίσκοποι… όλοι αυτοί υποχρεωτικά ψηφίζουν, δικαιολογώντας την ψήφο τους» και παραλλήλως απορρίπτει την ύπαρξιν προαποφασισθέντων κειμένων, δηλαδή τα εντελώς αντίθετα από το Κολυμβάρι. Περισσότερον μετριοπαθώς ο π. Δημήτριος υπογραμμίζει ως υποβάθμισιν της συνοδικότητος ότι «δεν έλαβαν μέρος όλοι οι επίσκοποι, αλλά και εκείνοι που έλαβαν δεν είχαν δικαίωμα ψήφου» και ότι «ο ισχυρισμός ότι «η συνοδικότητα διαπνέει την οργάνωση, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζεται η πορεία [της Ορθόδοξης Εκκλησίας]» δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα». Η δε κ. Σταθοκώστα επιθυμεί και την συμμετοχήν λαϊκών: «εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα ότι θα ληφθεί μέριμνα να εξασφαλιστούν οι συνθήκες, ώστε να μετέχουν, κατά το πρότυπο της Αποστολικής Συνόδου, με την ιδιότητά τους ως μέλη του σώματος της Εκκλησίας του Χριστού τόσο οι ποιμένες της Εκκλησίας όσο και το «πλήθος των αδελφών», δηλαδή «όλα τα μέλη της Εκκλησίας».
Αλλά και η αξιολόγησις των αντιδρώντων προς το Κολυμβάρι είναι εντελώς διαφορετική. Ο π. Δημήτριος αναφέρει ότι το Κολυμβάρι «έδωσε αφορμή να ακουστούν και πάλι οι ανατριχιαστικές κραυγές της φονταμενταλιστικής παράνοιας εναντίον όσων δεν συμμερίζονται τις ιστορικές και ιδεολογικές της φαντασιώσεις. Αυτό βέβαια οφείλεται σε μία μόνιμη εκκλησιαστική και θεολογική κακοήθεια, για την οποία η Σύνοδος δεν φέρει ευθύνη». Απεναντίας ο π. Νικόλαος λέει «δυσανασχετούν πολλοί σήμερα εναντίον αυτών που, σκανδαλισθέντες από το γράμμα των συνοδικών διατυπώσεων οι οποίες αποκαλούν τις άλλες Ομολογίες «Εκκλησίες», παράγουν θόρυβο και κείμενα ενάντια στον «Οικουμενισμό» της Συνόδου, φθάνοντας να προτείνουν αντιδράσεις ακραίες… όμως είναι και τα θεολογικώς μάλλον πρόχειρα σχετικά συνοδικά κείμενα υπεύθυνα για τούτο, κυρίως μάλιστα αυτά… Δεν φταίει λοιπόν μόνον ο «φονταμενταλισμός»…».
Ήτο επιτυχής η σύναξις του Κολυμβαρίου; Η κ. Σταθοκώστα είναι υπέρμετρα αισιόδοξος γράφουσα «η απήχηση της Συνόδου αυτής αναμένεται στο μέλλον να είναι μεγάλη τόσο για τη σημασία της ως ιστορικού γεγονότος όσο και για τη θεολογική προσφορά της». Ο κ. Σταμούλης είναι μετριοπαθής περιορίζων την επιτυχία εις το ότι «ο πειρασμός της απόλυτης ακινησίας και ακοινωνησίας νικήθηκε… δεν μπορώ όμως σε καμία περίπτωση να θριαμβολογήσω…». Ο π. Δημήτριος επιχειρεί να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικός καταγράφοντας δύο πλευράς: «η Ορθόδοξη Εκκλησία απέτυχε να συγκροτήσει Σύνοδο, ακόμα και μετά από ένα σχεδόν αιώνα προετοιμασίας. Είναι σαφές ότι η αποτυχία αυτή αντανακλά αρνητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και, ακόμη περισσότερο, στην Εκκλησία της Ρωσίας. Από την άλλη βέβαια μεριά, κατά τις εργασίες της Συνόδου ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα της προεδρίας της Συνόδου με άψογο τρόπο». Αυτό θυμίζει το γνωστόν ρητόν «η εγχείρησις επέτυχε ο ασθενής απεβίωσε»… η μήπως απλώς «απέθανε και ετάφη»;
Ταύτα εγράφησαν, δια να καταδείξωμεν ότι απουσιάζει ο διάλογος και έκαστος προσλαμβάνει το Κολυμβάρι ως εκείνος νομίζει εντελώς υποκειμενικά.
Τέλος συμφωνούμε απολύτως με εκείνο που ο π. Νικόλαος αναφέρει με παρρησίαν: «Σήμερα κυριαρχούν οι απόψεις συγκεκριμένου θεολόγου και των μαθητών του στο ζήτημα (ενν. του Πρωτείου), και όλοι καλούνται να συναινέσουν, η δε διαφωνία παρεξηγείται από κάποιους, σε σημείο που όποιος τυχόν επιμείνει, να κινδυνεύει να θεωρηθεί ως… αντικείμενος στο Πατριαρχείο(!)». Έτσι θεωρούν και κάποιοι τον Ο.Τ., ενώ εμείς απλώς υπεστηρίξαμεν προ καιρού εκείνο που προσφάτως επανέλαβεν ο π. Δημήτριος: «Είναι εξίσου πιθανό η Σύνοδος να αποδειχθεί κάτι που οι Εκκλησίες πολύ σύντομα θα θελήσουν να ξεχάσουν».